United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και λοιπόν εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, αν ήτο υποχρεωτικόν και το άζεστον να είναι άφθαρτον, οπόταν ήθελε πλησιάσει κανείς ζεστόν επάνω εις χιόνι, το χιόνι δεν θα εγλύτωνε και θα έμενεν απείρακτον και άλυωτον; Διότι βεβαίως δεν θα εφθείρετο, ούτε πάλιν υποφέρον το ζεστόν θα εδέχετο την ζέστην. Αληθινά λέγεις, είπεν ο Κέβης.

Να εκεί, 'ς τη μεγάλη κασσέλα, που έχει και μεγάλο κλειδί. Έτσι! εξηκολούθησεν, αφού εξετελέσθη η παραγγελία του. Δος μου τώρα το κλειδί, και βοήθησέ με να βάλωμε την κασσέλα αποκάτω από το κρεββάτι για πειό ασφάλεια. — Ασφάλεια; και τι φοβάσαι! να μας πατήσουν κλέφταις;

Βέβαια, είπεν ο Κέβης. Και η φωτιά βεβαίως πάλιν, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, όταν το ψυχρόν πλησιάση εις αυτήν, ή θα υποχωρήση ή θα χαθή· δεν θα τολμήση όμως ποτέ, αφού δεχθή την ψυχρότητα, να εξακολουθή να είναι ακόμη εκείνο, το οποίον ήτο, δηλαδή φωτιά και ψυχρόν μαζί. Αλήθειαν λέγεις, είπεν ο Κέβης.

Τι λοιπόν λέγεις, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, αφ' ού αυτά είναι έτσι, δεν είναι λοιπόν ίδιον του μεν σώματος γρήγορα να διαλύηται, της δε ψυχής πάλιν να είναι όλως διόλου αδιάλυτος, ή κάτι πλησίον με τούτο; Πώς όχι; Είπεν ο Κέβης.

Βέβαια, είπεν ο Κέβης. Τι δε λέγεις; Εξηκολούθησεν ο Σωκράτης. Αληθέστατα λέγεις, είπον μαζί και ο Σιμμίας και ο Κέβης. Μα τον Δία, Φαίδων, είπεν ο Εχεκράτης, δίκαιον είχον βέβαια. Διότι μου φαίνεται ότι εκείνος όσον ήτο δυνατόν θαυμασίως καθαρά είπεν αυτά δι' εκείνον, ο οποίος έχει έστω και μικρόν νουν.

Ακολούθει με λοιπόν, εξηκολούθησεν ό Σωκράτης, διά να χαλάσωμεν και την παροιμίαν μεταβάλλοντες αυτήν και αποδεικνύοντες επομένως ότι και εις των αγαθών το τραπέζι πηγαίνουν απρόσκλητοι αγαθοί . Άλλως και ο Όμηρος την παροιμίαν αυτήν κινδυνεύει όχι μόνον να την χαλάση, αλλά και να την εξευτελίση· διότι αφού παρέστησε τον μεν Αγαμέμνονα ως ένα εξαιρετικώς γενναίον πολεμιστήν, τον δε Μενέλαον ως μαλθακόν μαχητήν, εορτάζοντος και ευωχουμένου του Αγαμέμνονος, παρουσιάζει τον Μενέλαον ως απρόσκλητον ελθόντα εις το τραπέζι, δηλαδή ένα άνθρωπον κατώτερον εις το τραπέζι του πολύ καλυτέρου του.

Επομένως θα επέλθη και το τέλος της ζωής επί του πλανήτου μας εξ ασφυξίας». — Βλέπετε, λοιπόν, εξηκολούθησεν ο γέρων, θέτων μετά προσοχής εις το θυλάκιόν του την εφημερίδα, ότι το πράγμα δεν είνε αστείον. Με ασφυξίαν, κύριοι θα πάμε, με ασφυξίαν. Και διά να εννοήσετε πόσον είνε φοβερόν αυτό έπρεπε να πάσχετε, όπως εγώ, από άσθμα.

Παρεδέχθημεν, είπεν ο Σιμμίας· και πώς όχι; Τι λοιπόν φρονείς; Εξηκολούθησεν ο Σωκράτης.

Ταύτα διανοηθείσα η Αϊμά, επειράθη να κατακλιθή εκ νέου και να σκεπασθή. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος την έσυρε βαναύσως από της χειρίδος του υποκαμίσου. — Σηκώσου, σου λένε, να πάμε. Πολύ, βλέπω, αγαπάς τον ύπνο. — Πού να πάμε: είπεν η Αϊμά. Ο Πρωτόγυφτος δεν απήντησεν, εξηκολούθησεν όμως να σύρη αυτήν τόσον σφοδρώς, ώστε έσχισε το ύφασμα, όπερ εκάλυπτε το σώμα της νέας.

Το ηξεύρω! εκρεμάσθη όμως! και η φωνή του επρόδιδε λύπην, διότι ο προδότης εφήρμοσε δικαιοσύνην μόνος του εις τον εαυτόν του. Ο Χίλων εξηκολούθησεν: — Εάν όμως δεν είχε κρεμασθή, και αν χριστιανός τις τον συνήντα, είτε εις την ξηράν είτε εις την θάλασσαν, δεν έπρεπε να εκδικηθή τας βασάνους, το αίμα και τον θάνατον του Σωτήρος; — Και ποίος δεν θα τα εξεδίκει, πάτερ μου!