Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Το προαιώνιο όπλο της γενιάς του είχε τώρα στα χέρια του και πίστευε μ' εκείνο να σαρώση τους εχτρούς του. Κ' ήταν όλοι εχτροί του εκεί μέσα· ο Χαγάνος, ο Γλάμης, ο Ζάρακας, ο Θεομίσητος. Κι όχι μόνον αυτοί αλλά κ' οι παλιοί φίλοι του. Όσο τους έβλεπε να κάθωνται μαζί με τους εχτρούς του και να συνομιλούν σκυφτά και μπιστεμμένα, τόσο άναβε η φιλυποψία του.
Ήταν φοβερός στην υπόκρισή του ο Πέτρος ο Θεομίσητος. Ήταν ίδιος στα λόγια όπως και στα έργα. Εκείνα που έλεγε για τον αντίπαλο τα πίστευε και τα ποθούσε με όλη του την ψυχή. Οι Χαγάνοι — το είπαμε — ετυράννισαν τη γενιά του Θεομίσητου όπως και τη γενιά του Μορφόπουλου. Καταπάτησαν τον τόπο της, εσκόρπισαν τους ανθρώπους της, αφάνισαν τ' αγαθά της.
— Δεν υπάρχει αμφιβολία· είπε ο Μήτρος ο Γλάμης. — Μάλιστα αφού το λέτε σεις το πιστεύουμε· είπε κι ο Θεομίσητος. — Μάλιστα, το λέω γω γιατί είμαι γω· ναι, είμαι Ευμορφόπουλος ! φώναξε δυνατά ο Αριστόδημος. Κ' οι Ευμορφόπουλοι να το ξεύρετε τ' όνειρο και την πράξη τα είχαν ένα· να, έτσι δα, έτσι δα! είπε σφιχτοπλέκοντας τα δάχτυλά του.
— Δε θέλει λύπηση το ξέρω, αφέντη· όπως στρώσει κανείς έτσι θα κοιμηθή· είπε ο δούλος. Μα να βλέπω άλλους χειρότερούς του και να προδεύουνε, δεν το χωνεύω. — Ποιοι προδεύουνε ; ξαφνίστηκε ο Χαγάνος, αγριοκυττάζοντας το δούλο του. — Να οι άλλοι, αφέντη. Ο Πέτρος ο Θεομίσητος, ο Μήτρος ο Γλάμης, ο Βασίλης ο Ζάρακας.
Μα δε σ' αφίνουν οι άλλοι· οι απόξω δε σ' αφίνουν. — Τι απόξω, αδερφέ; Θέλω να πάρω τον παρά μου. — Το ξέρω ποιος σε βάνει· το ξέρω! εξακολούθησε με πείσμα ο Αριστόδημος. Κείνος ο Θεομίσητος, το χτήνος, ο παλιάνθρωπος! Α, θαν του δείξω γω! επρόσθεσε κινώντας φοβεριστικά το χέρι του κατά κείθε. Θαν του δείξω γω... θαν του στρήψω το καρύδι έτσι να!.. έτσι να!..
Εις τον νομοθέτην δε δεν επιτρέπεται να αφήση τούτο απροσδιόριστον, αλλά πρέπει να το διασαφήση εντός μεγαλειτέρων ή μικροτέρων ορίων. Και λοιπόν και τώρα ας το ορίσωμεν. Κανείς ποτε ας μη μεταχειρισθή ούτε ψεύδος ούτε απάτην ούτε κανέν αντικείμενον κίβδηλον ούτε με λόγον ούτε με έργα επικαλούμενος συγχρόνως τους θεούς, εάν δεν θέλη να γίνη ο πλέον θεομίσητος άνθρωπος.
Και κάθε φορά που τέλειωνε ο στίχος, το γέρικο αντρόγυνο έβγαζε κάποιο στέναγμα βαθύ κι ατέλειωτο, λες κι ανάσαινε ο Κάτου κόσμος. — Ωχ — ωχ! ωιμένανε!... Γύρω στη νεκρή κάθονταν οι τρανοί ένας κ' ένας. Ο Χαγάνος με το γιο του· ο Βασίλης ο Ζάρακας, ο Μήτρος ο Γλάμης κι ο Θεομίσητος. Ανάμεσά τους κάθονταν ο Περαχώρας κι ο Γκενεβέζος και πίσω απ' το Δημητράκη, σκυφτός προς την Ελπίδα ο Αλαμάνος.
— Τη βλέπει κανείς και νομίζει πως άμα κρυφθή στη γη θα κρυφθή κι ο ήλιος μαζί της· είπε ο Μήτρος ο Γλάμης. — Ήταν στην όλη Δημιουργία κάτι από τα πιο σημαντικά και δοξασμένα μέρη της κ' είνε φόβος με τον αφανισμό της να χαλάση τώρα κι ο κόσμος· εψιθύρισε με θλίψη του ο Γκενεβέζος. Ο Θεομίσητος δάγκωσε τα χείλη του. Δε θα πάψουν πια αυτά τα λιβανίσματα σ' ένα κουφάρι!
Όχι να περάση μα ούτε να ιδή μπορούσε τώρα ο Χαγάνος. Έδωκε — πήρε με το κιάλι και τέλος το πέταξε στα μούτρα του δούλου του. Ο θυμός έβραζε στα στήθη του. Πίσω από τα κυπαρίσσια ο Θεομίσητος έκανε φοβερή δουλειά. Ισοτράφισε τα σύνορα· φύτεψε αμπέλι, έσπειρε σιτάρι, έχτισε λινό κ' επλακόστρωσε αλώνια σαν καλός νοικοκύρης. Σφήνα εμπήκε κ' ήθελε να χωρίση στα δυο τ' αρχοντικό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν