United States or Sri Lanka ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενώ παρετήρουν το άλογον, χωρίς να φαίνεται άλλο σημείον ανθρώπων, που να κατοικούν εκεί εξαίφνης ήκουσα μίαν φωνήν ανθρώπου, που ομιλούσεν ωσάν από ένα υπόγειον σπήλαιον και μετ' ολίγον βλέπω και εφάνη εκείνος ο άνθρωπος, και έρχεται προς με, και με ερώτησε ποίος ήμουν· και εγώ του διηγήθηκα το ατύχημα που μου συνέβη.

Είδες πώς φαίνεται λυπημένο; — Μα γιατί το γύρισε πίσω; τον ξαναρώτησα. — Κ' εσύ γιατί γύρισες; μ' ερώτησε πάλι. — Κ' εγώ δεν ξέρω. Μήπως το ξέρεις εσύ; Ο παραλυτικός αναστέναξε. — Δεν ξέρω τίποτε. Ξέρω πως τα πόδια μου είναι λυμένα.... Εγώ ακολούθησα πάλι τον κόσμο στη μεγάλη στράτα. Ένα παράπονο, χωρίς να το καταλάβω, πλημμύρισε τα στήθη μου.

Εταίρος Όχι βέβαια, μα τον Δία. Σωκράτης Αλλά επιθυμείς και αγαπάς ομοίως όλα τα αγαθά; Εταίρος Ναι, ναι. Σωκράτης Ερώτησε λοιπόν και εμέ αν κ' εγώ δεν τα αγαπώ· διότι και εγώ θα συμφωνήσω μαζί σου ότι επιθυμώ τα αγαθά. Αλλά κοντά εις εμέ και σε, δεν νομίζεις ότι και όλοι οι άνθρωποι αγαπούν τα αγαθά και μισούν το κάθε τι κακόν; Εταίρος Αυτό φαίνεται τουλάχιστον και εις εμέ.

Εστάθη μεγάλη η κραυγή που έκαμα, τόσον που εξύπνησα τον βασιλέα που εκοιμάτο, ο οποίας με ερώτησε το αίτιον της κραυγής μου και εγώ του ωμολόγησα εκείνο που είδα.

Ποιος; ερώτησε ο Αριστόδημος από τη θέση του. — Άνοιξε! — Τι θες; — Άνοιξε σ' λέω· επρόσταξε η φωνή λαχανιάζοντας. Η μάννα σου.. . η κυρά Πανώρια... — Πέθανε. — Πέθανε! Ο Αριστόδημος έμεινε ξυλιασμένος στο στρώμα του. Πέθανε! αλήθεια; Και γιατί; Άξαφνα πήδησε ορθός, έτρεξε μισόγυμνος στην πόρτα. Ένα χωριατόπουλο φάνηκε στο κατώφλι, βγάζοντας αχνούς από το στόμα του.

Ο βεζύρης έστειλεν ευθύς και τους έφερεν έμπροσθέν του, και τους ερώτησε, αν είνε αλήθεια τα όσα εγώ τους εγκαλούσα· αυτοί δε άρχισαν να το αρνούνται με κάθε τρόπον μα ο βεζύρης ωσάν φρόνιμος που ήτον με τες εξέτασες που τους έκαμεν, εκατάλαβε πως ήταν πταίσται, και βεβαιωμένος ευθύς επρόσταξε διά να φυλακώσουν και τους δύο, έως που να δώση την είδησιν του Καλίφη, διά να προστάξη τι θάνατον να τους δώση.

Και ενώ μου έλεγεν αυτά ο νέος εν τω μεταξύ είχε πλέον απαντήση, ώστε δεν ευρήκα καιρόν να του συστήσω καν να προσέξη εις την απάντησίν του, αλλ' απεκρίθη, ότι βέβαια οι σοφοί είναι εκείνοι που μανθάνουν. Και ο Ευθύδημος τον ερώτησε πάλιν: — Υπάρχουν βέβαια άνθρωποι, τους οποίους ονομάζεις διδασκάλους, ή όχι; Ο Κλεινίας απήντησε καταφατικώς.

Ευτυχείς αι κοινωνίαι, εις τας οποίας οι άρχοντες, οι γονείς, οι ιερείς, οι διδάσκαλοι, οι συγγραφείς, οι ποιηταί, οι καλλιτέχναι και τα θέατρα δεν παρουσιάζουν ειμή υποδείγματα αρετής και φρονήσεως! Αφού δε ο σεβάσμιος ούτος εφημέριος εκάθησεν, ερώτησε τον Γεροστάθην περί τίνος ήτο ο λόγος. — Διηγούμην εις τους μικρούς μου φίλους, τω απεκρίθη ο γέρων, του Περικλέους τας ευεργετικάς πράξεις.

Εγώ τους απεκρίθην ότι ήμουν έτοιμος να τους κάμω το θέλημα. Εκείνοι οι Αράπηδες με επαράστησαν εις τον βασιλέα· εγώ, πλησιάζοντας εις τον θρόνον του, επροσκύνησα κατά την συνήθειαν τρεις φορές φιλώντας την γην. Ο βασιλεύς με ερώτησε ποίος ήμουν, και από ποίαν πατρίδα, ομιλώντας μου με χαροποιόν πρόσωπον.

Αφού δε αυτός εμίσευσεν, ο βεζύρ Αλής ερώτησε την βασίλισσαν ποίος ήτον αυτός ο νέος ο αγνώριστος και του εστάθη μέγας ο θαυμασμός εις το να ακούση από αυτήν πως αυτός είνε ο βασιλεύς της Κίνας.