Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


Εσυζητήσαμεν πολύ· του επολέμησα μ' επιμονήν τας ιδέας και κατώρθωσα να του αποσπάσω την ομολογίαν ότι αυτά είνε εκ των ανεξήγητων. Προφανώς η αράχνη και τα κέρατα του ετάραξαν πολύ τους φιλοσοφικούς κύκλους! Καλό κι' αυτό. — Και πώς τα πάμε, Σοφοκλή; — Ωραία, εξαίρετα! — Και σαντί δουλιές έχομε τώρα στο χέρι; — Πολλές και διάφορες.

Ά κολοκύθες, σίχαμα του κόσμου, Αργιτοπούλες, 235 όχι πια Αργίτες, πάρτε βρε τα πλοία να τραβάμε, κι' ας μένει αφτός το βιος του εδώ κι' ας το ζεσταίνει μόνος, κι' έτσι θα μάθει κι' αν εμείς φελάμε ή δε φελάμε. Πού τώρα ακόμα πρόσβαλε τον Αχιλιά, έναν άντρα πιο δυνατό του και πολύ· τι το πρεσβιό του πήγε και τ' άρπαξε με το στανιό.

Δόξασα το θεό, που σας ξανάφερνε σε μένα ύστερ' από τόσες δοκιμασίες. Σύστησα στη γριά μου να σας περιποιηθή και να σας φέρη εδώ, μόλις θα ήτανε δυνατό. Έκαμε πολύ καλά την παραγγελία μου. Απόλαυσα την ανέκφραστη χαρά να σας ξαναϊδώ, να σας ακούσω, να σας μιλήσω. Πρέπει να πεινάτε πολύ· έχω μεγάλη όρεξη, ας αρχίσουμε από το φαγητό.

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· «Τρομερέ, δεν επαίρομαι, και δεν καταφρονώ σε, ούτε ξενίζομαι πολύ· καλά σε ξεύρ' ως ήσουν, 175 καράβι ότε μακρύκουπο σε πήρε απ' την Ιθάκη. αλλ' έξω από τον θάλαμο, βυζάστρα, να του στρώσης την στερεωμένη κλίνη του, 'που 'χε ποιήσει εκείνος· κ' έξω αφού μεταφέρετε την στερεωμένην κλίνη, προβειαίς, παπλώματα λαμπρά, και χλαίναις, να μη λείψουν». 180

Αφού προσέφερε τα δώρα ταύτα εις τους Δελφούς ο Κροίσος ηρώτησε το μαντείον εκ τρίτου· διότι αφότου επείσθη περί του αλανθάστου του μαντείου, ηρέσκετο να τω προτείνη ερωτήσεις. Ηρώτησε λοιπόν εάν η βασιλεία του ήθελε διαρκέσει πολύ· η δε Πυθία τω απεκρίθη ως εξής·

Οι υπερέτριές μας δεν είταν από κείνες που σκοτίζουνται πολύ· κι όταν τονέ φωνάξανε μερικές φορές και δεν πήραν απάντηση, ησυχάσανε με την ιδέα πως θαρθή, άμα πάρη να σκοτεινιάζη. Ο Σβεν λοιπόν βρήκε περίσταση να φύγη και πήγε και κάθησε μόνος του στην αποβάθρα. Δεν ήξερε σωστά την ώρα που θαρχότανε το βαπόρι κ' έτσι έπρεπε να περιμένη εκεί πολύ.

Θα το κάμωμεν όμως άρα γε; Ή τουλάχιστον θα το κάμωμεν όλαι; Αμφιβάλλω πολύ· και θ' αμφιβάλης και συ μαζή μου, όταν μάθης, ότι χθες ακόμη, σάββατον μόλις της πρώτης εβδομάδος της τεσσαρακοστής, εχόρευονόχι εγώ, θεός φυλάξη! — αλλά πολλαί φίλαι μας . . . . μέχρις της τρίτης μετά το μεσονύκτιον.

Εκείνη τη στιγμή φάνηκε στην πόρτα ο Αριστόδημος· Μόλις πάτησε το κατώφλι θέλησε να πέση και ν' αγκαλιάση το φέρετρο. — «Μάννα, μαννούλα μου γλυκειάτου ήρθαν οι λέξες στα χείλη. Κρατήθηκε όμως μόλις είδε τους ξένους. Σκέφτηκε πως έπρεπε να φανή επιφυλαχτικός, σοβαρός, επίσημος μπροστά τους. Μέσα του υπόφερνε πολύ· κατώρθωσε όμως να σφίξη τον πόνο του.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν