Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Νέοι και γέροι, φτωχοί και πλούσιοι, τρέχανε και την ακούγανε σαν ξηγούσε με μαγευτική ευγλωττία τα μυστήρια της Επιστήμης. Σειρήνα μονάχη, που πρόβαλε κ' έψαλε τολοΰστερο άσμα της κλασσικής αρχαιότητας.
Διατί λοιπόν ν' αρνηθή και ο καπετάν-Φαφάνας, να κρύψη το χάρισμά του και να λυπήση τον αγαθόν ναύκληρον; Έψαλε λοιπόν με γλυκύτητα έκτακτον, το περιπαθές του Δαμασκηνού άσμα, κελάειδημα μάλλον προς την Θεοτόκον, οπού εκελάειδησεν η γλυκύφθογγος εκείνη αηδών, όχι με το στόμα αλλά με την καρδίαν. Αλλά πριν αρχίση, τους είπε να σηκωθούν όλοι επάνω με ευλάβειαν και να αποκαλυφθούν.
Σωκράτης Είναι πολύ περίεργοι, Κρίτων, αυτοί οι άνθρωποι· αν και δεν ηξεύρω καλά καλά ακόμη τι να πω· τι ήτανε αυτός ο άνθρωπος που σε επλησίασε και σου έψαλε τον εξάψαλμον της φιλοσοφίας; ήτο κανένας ρήτωρ, από εκείνους που είναι ικανοί να αγωνίζωνται αυτοπροσώπως εις τα δικαστήρια, ή από εκείνους, που στέλλουν τους τοιούτους εκεί, και συνθέτουν λόγους, που τους μεταχειρίζονται οι ρήτορες;
Έψαλε μετά ζωηρότητος τον αγροτικόν και ποιμενικόν βίον εις τα &Αγροτικά& του και τον &Τραγουδιστήν&, όστις και την δάφνην του ποιητικού αγωνίσματος έδρεψε, τον εζωγράφισε μετά χάριτος εις αναρρίθμητα ποιήματα και διηγήματα κατασπαρέντα εις διάφορα περιοδικά, εφημερίδας και εις τα &Πεζογραφήματα&, άτινα υπήρξαν το τελευταίον έντυπον έργον.
Την ίδια στιγμή εβούτηξ' ο παπάς το Σταυρό, κ' έψαλε «Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου», κ' ύστερα όλος ο λαός, παιδιά, άνδρες, γυναίκες, έπεσαν με τα μούτρα στην αγιαστούρα του παπά και μέσα στη λεκάνη, κ' έπαιρναν αγίασμα με τα φλασκιά τους, με τα τασσάκια τους, κ' έπιναν, κ' εξεφωνούσαν: «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι! ».
Έψαλε το «Θεαρχίω νεύματι» και εις τους οκτώ ήχους μοναχός του, προφάσει ότι ο κυρ-Δημητρός, «δεν εύρισκεν εύκολα τον ήχον», ήτοι δεν ηδύνατο να μεταβή αβιάστως και άνευ χασμωδίας από ήχου εις ήχον. Εις το τέλος του Εσπερινού, μοναχός του εδιάβασε το Συναξάρι, και, χωρίς να πάρη ανασασμόν, μοναχός του πάλιν άρχισε τον εξάψαλμον.
Ο Νέρων έψαλε, συνοδευόμενος από τας βαρβίτους, τον ύμνον του εις την Αφροδίτην. Η φωνή του και οι στίχοι του, αληθώς ειπείν, δεν ήσαν άνευ θελγήτρου. Θόρυβος επευφημιών εσημείωσε το τέλος του ύμνου. «Ω θεσπεσία φωνή!» έκραζον πανταχόθεν. Μεταξύ των γυναικών, τινές υψώσασαι τους βραχίονας τους εκράτουν εν εκτάσει, καίτοι το άσμα είχε τελειώσει. Άλλοι εσφόγγιζον τους δακρυσμένους των οφθαλμούς.
Ευχαρίστως εδέχθησαν την πρότασίν του οι ναύται, καθότι έμελλον να ακούσωσι τον κάλλιστον αοιδόν και αφήσαντες την πρύμνην κενήν συνεσωρεύθησαν εις το μέσον του πλοίου. Τότε ο Αρίων ενεδύθη τα καλλίτερά του ενδύματα, έλαβεν εις χείρας την κιθάραν, εστάθη όρθιος επί των εδωλίων και έψαλε τον όρθιον σκοπόν αφού δε ετελείωσεν ερρίφθη εις την θάλασσαν όπως ήτο, με όλα τα ενδύματά του.
Και είτα έψαλε: — «Δίδει τον οίνον λιγοστόν...» Αλλ' ο μπάρμπα-Κωνσταντός, καίτοι στραφείς επί του άλλου πλευρού, δεν επανεύρε τον ύπνον, αλλ' ανασηκωθείς επί του αγκώνος, εγύρισε βλέμμα προς τον μοναχόν και τον ηρώτησε: — Τι ώρα είνε, πάτερ; — Τι ώρα;... ώρα που νύχτωσε... ώρα που φέγγουν τ' αστέρια.... — Το φεγγάρι δε βγήκε ακόμα;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν