United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η εξάντληση κη χλωμάδα της ήτο τόση, που, αν δεν έβηχε, θα την έπαιρνες για πεθαμένη. Μόνο το κερί της έλειπε από το στόμα. Από την αρρώστια είχε καμπουριάσει, τα μάτια και τα μάγουλά της είχανε βουλιάξει και τη θαρρούσες για γριά εξήντα χρονών. Ούτε του σκύλου να μη καταραστή κανείς τέτοιο κατάντημα!

Από όλες της τις χώρες φορτώματα φθάνανε το χρυσάφι, τασήμι και τατίμητα πετράδια και όσα καλά έβγαζε στεριά και θάλασσα, φορτώματα φθάνανε στα πόδια της βασίλισσας, Κ' η βασίλισσα, που ήταν καλόκαρδη και πονετική, χάριζε όλα της τα πλούτη στους φτωχούς. Και πάλι τίποτε δεν της έλειπε. Μα με όλα της τα καλά, η βασίλισσα είχε έναν πόνο στην καρδιά, γιατί δεν είχε αποκτήσει παιδί.

Διόρθωση δε γυρέβω· σας παρακαλώ όμως πολύ να κάμετε προσοχή να μην έχη λάθη τυπογραφικά. Τα καλλιγράφησα όσο μπόρεσα. Ο πρόθυμός σας. Απάντηση στο Άστυ . Αξιότιμε κύριε Άννινε, Έτυχε σήμερα το πρωί να πάω στου ξαδέρφου μου του Βικέλα. Ο Βικέλας έλειπε. Είταν όμως σπίτι του ένας νέος, ξάδερφός μου φαίνεται κι αφτός, ανίψι του Βικέλα. Κάθησα μια στιγμή να πούμε τίποτις.

Δεν έλειπε πλέον άλλος παρά ο Βεζύρης, ο οποίος ερχόμενος και αυτός προς τα μεσάνυκτα τον έμβασεν η σκλάβα και αυτόν ωσάν τους άλλους δύο· και η Αροούγια τον εδέχθη με τον ίδιον τρόπον, και ακόμη με περισσότερην τιμήν από τους άλλους, ωσάν υποκείμενον πλέον μεγαλύτερον.

Μια εβδομηντάρα γριά, η πρωτονοικοκυρά του χωριού κάθονταν στην κορφή του δωματίου, δίπλα στη γωνιά κι' έδινε ορμήνειες στην υπηρέτρα της, πώς να ζεματήση τες τηγανίτες μην τύχη και το νερό πάη πλειότερο, ή το μέλι λιγώτερο, ή τα καρύδια λειψά, ενώ η οχτάχρονη μοναχαγγονιά της, η πολυχαϊδεμένη Μαριανθούλα, πετούσε σα ζαρκάδι από την κατάστεγνη και φιλόστοργη αγκαλιά της γριάς στα τεψιά, που είχαν μέσα τες τηγανίτες, κι' από τα τεψιά στην αγκαλιά της γριας, και πότε αγκάλιαζε και φιλούσε τη βάβω της, που τη χάιδευε δεκάδιπλο απ' ό τι θα τη χάιδεβε η αγουροθανατισμένη μάννα της, αν ζούσε, κι' ο πατέρας της, αν δεν έλειπε στην ξενιτειά, και πότε τσιμπούσε κανένα καρυδότριμμα ψηλά από τες τηγανίτες, ή κανένα φυλί τηγανίτα.

Η μεγαλειτέρα, κόρη δέκα έξ χρόνων, ήλθε με την σούσταν του πατρός της ενδυμένη ως τελεία κυρία· με καπέλλο, με φόρεμα της τελευταίας μόδας, ούτε το ριπίδι δεν της έλειπε. Την άλλην την έφερεν ο πατήρ της με το κάρρο του· φορούσε και αυτή τα εορτάσιμα χωρικά της ενδύματα, ωραία ενδύματα κεντημένα όλα με το χέρι της.

Η ανεψιά της έλειπε μετά της κουμπάρας της της Σμαράγδως, ώστε ηδύνατο κάπως να οικονομηθή υπ' αυτό μέχρις ου παρέλθη εκείνο το κακό, η κοσμοχαλασά. Αλλ' η κοσμοχαλασά δεν παρήρχετο· ο όμβρος εγίνετο σφοδρότερος από λεπτού εις λεπτόν. Και ούτω επέρασαν τα δύο ημερόνυκτα.

Στον καφενέ του Καπετάν-Πεφάνη το δειλινό πάντα μαζεμμένα τα γεροντάκια. Τις Κυριακές δεν έλειπε κανένας. Ήταν και η μέρα του βαποριού. Κάθε οκτώ και κάποτε κάθε δεκαπέντε έπιανε το βαπόρι του Βώλου. Κατά τον καιρό. Κάποτε περνούσε και μήνας που δεν έβλεπαν βαπόρι. Εκείνη την Κυριακή το περίμεναν χωρίς άλλο. Η θάλασσα ήταν λάδι.

Η προκομένη μου κάθεται στην κάμαρά της και κλαίει και κάνει την άρρωστη. Δε μου λες επί τέλους, γιατρέ, τι έχει αυτό το παιδί; ΜΙΣΤΡΑΣΣου είπα, φίλε μου. Δε θέλεις να μ' ακούσης. Ε; τι θέλεις να σου κάνω, μάτια μου; ΦΛΕΡΗΣΆφισε τις αννοησίες, γιατρέ μου, αν αγαπάς το Θεό! ΜΙΣΤΡΑΣΣου μιλώ σοβαρά. Η Δώρα είναι ερωτευμένη, μα το καλό που σου θέλω. ΦΛΕΡΗΣΑυτό μας έλειπε.

Αν έβαλε και μερικούς νόμους ο Κωστάντιος, δεν είτανε νόμοι που άλλαξαν το Κράτος σημαντικά. Και μήτε φαίνεται πολύ καθαρά αν η νομοθεσία του προστάτευε τη Χριστιανοσύνη, αφού η εφαρμογή τους πολλές φορές έλειπε.