Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Βλέπει τη γρηούλα. — Τι κάνεις, γιαγιά; την αρωτάΞεκουράζομαι κόρη μου, μουρμουρίζ' η γρηά. — Και πού πας; — Στ' αγγονάκια μου, στην άλλη γειτονιά, είδια τον ήλιο, γιορτή, ας πάω, είπα, να τα διώ σήμερα . . . ποιος ξέρει . . . — Έχεις ακόμα δρόμο· πώς θα πας; — Θα πάω, κόρη μου, ο Θεός . . . Κάτι εκρατούσε στην ποδιά της από κάτω η κοπέλλα. — Κάμε μου τη χάρι, γιαγιά, να πάρης αυτά για τ' αγγονάκια σου.

Εμβήκα εις μίαν μεγάλην αυλήν εστρωμένη από μάρμαρον άσπρον, και επλησίασα προς την πόρταν ενός ωραιοτάτου παλατίου· αυτή η πόρτα ήτον καμωμένη από ξύλον της αλοής, σκαλιστή με διάφορα είδη ζώων και πετεινών, και ένας χοντρότατος σιδερένιος σύρτης ήτον απερασμένος εις αυτήν, και την εκρατούσε στερεώς κλεισμένην· τα κλειδιά της ήτον κοντά κρεμασμένα εις αυτόν τον σύρτην.

Κάθε ένας εκρατούσε τους οφθαλμούς του στερεούς προς αυτήν, μη αποσταίνοντας που να την θεωρούν, και να την επαινούν και εκείνοι που εγνώριζαν τον Βανάη με όλην την δυστυχισμένην κατάστασιν που ευρίσκονταν, τον απόδειχναν πολλά ευτυχισμένον, έχοντας μίαν γυναίκα τόσον ωραίαν και τιμημένην.

Αρχινούμεν διά να εξακολουθήσωμεν χαρούμενοι το ταξείδι μας, και σχεδόν είμεθα κοντά εις το νησί Γιάβ, οπόταν πολλά σιμά μας βλέπομεν έναν άνθρωπον γυμνόν εις την θάλασσαν, που πλέοντας αντιπολεμούσε με τα κύματα διά να μη τον καταβυθίσουν. Εκρατούσε αυτός πολλά σφιχτά μίαν σανίδα, που τον εβοηθούσε διά να μη καταποντισθή, και μας έκανε σημείον διά να υπάγωμεν να τον συνδράμωμεν διά να μην χαθή.

Αλλά διά μιας, την ιδίαν στιγμήν, τον έχαψεν έν μεγάλον ψάρι. Εκεί δα μέσα ήτο σκότος βαθύ! Πολύ πλέον σκοτεινά από την υπόνομον. Και πόσον στενόχωρα! Εξαπλωμένος εκεί, μέσα εις το ψάρι, ο στρατιώτης εκρατούσε πάντοτε το όπλον του. Το ψάρι επηδούσεν επάνω και κάτω, και έκαμνε ακατάπαυστα διαφόρους κινήσεις. Έξαφνα εσταμάτησε. Ο στρατιώτης δεν ήξευρε τι τρέχει.

Αυτού με εβιζιτάρισεν ο ναύαρχος Άγγλος, όστις εκρατούσε την πολιορκίαν ταύτης της νήσου, και με έγγραφον διαταγήν εις το φιρμάνι της σημαίας μου με διέταξε να υπάγω εις την Γουαδαλούπαν, όπου επούλησα το φορτίον και αγόρασα άλλο, καφέ, ζάχαρη και λοιπά διά Λιβόρνον και Σμύρνην.

Κ' ήτανε πια ο ένας δέκα πέντε χρονών κ' η άλλη μικρότερη δυο χρόνια, όταν ο Δρύαντας κι ο Λάμωνας βλέπουν την ίδια νύχτα τέτοιο όνειρο. Τους φάνηκεν ότι οι Νύμφες εκείνες, που ήτανε στη σπηλιά, όπου η πηγή, όπου βρήκε το παιδί ο Δρύαντας, παράδωσαν το Δάφνη και τη Χλόη σε παιδί πολύ ζωηρό κι όμορφο, που είχε φτερά στους ώμους κ' εκρατούσε σαΐτες μικρές μαζί με δοξάρι.

Αυτή ύστερον από πολλούς χρόνους συνέλαβε προς ημάς μίαν σφοδροτάτην αγάπην, και την εκρατούσε κρυφήν διά πολύν καιρόν χωρίς να μας την φανερώση, επειδή και δεν ημπορούσε να κάμη αλλέως, που να μη μας αγαπήση διά την μεγάλην ωραιότητα, και τα πολλά μας ξανθά και εύμορφα μαλλιά, που εκυματούσαν επάνω εις τες πλάτες μας·

Ένας από τους πίνακας παρίστανε κάτι πολύ παράδοξον, το οποίον εκέντησε την περιέργειάν μου. Ήτο εικών παριστώσα τον Χρόνον, υπό την συνήθως διδομένην εις αυτόν μορφήν. Αντί όμως δρεπάνου εκρατούσε κάτι άλλο, το οποίον, αφηρημένος κατ' αρχάς, εξέλαβον αντί τεραστίου εκκρεμούς, ομοίου προς εκείνο των παλαιών ωρολογίων.

Δεν έχει καλά και καλά, είπε σοβαρά ο Αντωνέλλος· αυτή τη διαφορά θα σου τηνε ζητώ όλη μου τη ζωή! Πάντοτε ο Αντωνέλλος έδιδε τα χρήματά του εις την αδελφήν του, εκρατούσε όμως και διά τον εαυτόν του ένα ποσόν. Από την ημέραν εκείνην ουδέ οβολόν εκρατούσε πλέον και διά τας μικράς του ανάγκας εζήτει από την αδελφήν.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν