United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χαρούμενο 'ς τ' αρπάγια του τον έχει το σφαλάγγι Και του βυζαίνει την ψυχή. Ξεραίς παλαμονίδαις Του στρόνει μέσατη σπηλειά και τόνε ρίχνει επάνω. Με δαγκανάρια, με σχοινί τα χέρια ξεκλειδόνει Και τα φορτόνει σίδερα, του δένει τα ποδάρια, Χαλκά του σφίγγειτο λαιμό. Τα στήθια του πλακόνει Μ' έν' αγκωνάρι κοφτερό.

Γέλοια εκεί, τραγούδια και μπουζούκια· βάσανα εδώ, δουλειά και καταφρόνια. Εγωιστής ο μπούφος σφυχτοκρατεί στα νύχια την άδολη τριγόνα, ελεύθερος αναγυρίζει τα φτερά της, ψηλαφά τους κόρφους, μαδά λυσσάρης τα μεταξένια πούπουλα, σφίγγει την και πνίγει στα νεκρά στήθη του. Δεν φτάνει πλέον σ' εμάς παρά το σβυσμένο γέλοιο της.

Τρεις κουταλιές δώδεκα μερίδες.. Στην κουζίνα των αξιωματικών ο μάγειρας, κομψότατος για μάγειρας, περιποιείται το επάγγελμά του. Πιάνει το λάχανο βρασμένο, λευκό σαν χιόνι, ξυλώνει τα φύλλα, κόβει τα χοντρά νεύρα και γεμίζει κάθε φύλλο προσεχτικά με κρέας λεπτοκομένο. Το διπλώνει ύστερα με τέχνη, το σφίγγει, το κάνει οχτάγωνο και το βάζει στην κατσαρόλα με γεωμετρική ευγραμμία.

Απλόνει μεςτο σάβανο το χέρι με λαχτάρα... Σφίγγει τα κρύα τα μαλλιά... Ο νους του ανεμοζάλη... Ξεσέρνει το κεφάλι, Μ' ανατριχύλα το θωρεί.

ΧΟΡΟΣ Μέσα εις το ιερόν του Λοξίου Απόλλωνος, με την βοήθειαν των κατοίκων των Δελφών. ΠΗΛΕΥΣ Ω, αλλοίμονόν μου! Τρομερόν αυτό! ΑΓΓΕΛΟΣ Αλλοίμονον! Τι συμφοράν έρχομαι ναναγγείλω ο δυστυχής και εις σε και εις τους φίλους του κυρίου μου! ΠΗΛΕΥΣ Ω, τι απαίσιον προαίσθημα σφίγγει την ψυχήν μου! ΑΓΓΕΛΟΣ Μάθε ότι δεν ζη πλέον ο Νεοπτόλεμος.

Τότ' άξαφνα πήγε στ' αφτιά του ο ήχος, κι' απ' την καλύβα βγαίνει εφτύς και τους μιλάει διο λόγια 140 «Τί, ορέ, έτσι μέσα στο στρατό γυρνάτε, ομπρός στα πλοία, με τα βαθιά μεσάνυχτα; πια ανάγκη σφίγγει τόσο

Βάζω λοιπό χωριάτικα ρούχα, καθίζω δεμάτι ξύλα στον ώμο μου, σιμώνω τους ξένους, και βρίσκω τρόπο να με σκοτώσουνε δίχως να με νοιώσουν ποιος είμαι. Σφίγγει τότες την καρδιά της, και λέει η Βασίλισσα·Άντρα μου, ας γείνη το θέλημα του Θεού.

Τον κοίταζε από κάτω προς τα επάνω, ικετευτικά, με τα γλυκά του μάτια που γυάλιζαν στο φεγγαρόφωτο. Ο Έφις πήρε τη σακούλα με το ψωμί, αλλά δεν μπορούσε να φάει. Ένοιωθε μια βαθειά αγωνία να του σφίγγει το λαιμό. «Κανένα κακό! Η κοπέλα όμως, παρ’ όλο που είναι καλή, είναι φτωχιά και δεν σου αξίζει.» «Η αγάπη δεν ξέρει από φτώχια και ευγενική καταγωγή.

Αλλά σε κάθε ώρα και σε κάθε τόπο, καθένας δε μπορεί να ιδή πώς τους ζαλίζει ο πόθος, πώς τους σφίγγει, και ξεχειλίζει από της αισθήσεις τους όπως το καινούργιο κρασί ξεχειλίζει από το βαρέλι; Ήδη οι τέσσερες προδότες της αυλής, που μισούσαν τον Τριστάνο για τα κατορθώματά του, τριγυρίζουν τη Βασίλισσα. Γνωρίζουν κι' όλα το μυστικό των ωραίων ερώτων της. Καίγονται από επιθυμία, μίσος, και χαρά.

Και δεν το νοιώθω, και δεν το ξέρω τάχα πως δε μ' αγαπά; Όταν έρχεται και της πιάνω το χέρι, μόλις μου σφίγγει το χέρι. Όταν την απαντώ στη σκάλα, μια ματιά μόλις και φέβγει. Ναι, βέβαια ξέρει και γέρνει στο στήθος μου απάνω το χρυσό της το κεφαλάκι, όταν είμαστε κ' οι δυο μας ολομόναχοι τη νύχτα στην κάμερή της, όταν την έχω και τη βαστώ και τη σφίγγω στην αγκαλιά μου, όταν είναι δική μου.