Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Όμωςβλέπετεεγώ θακούσω ευχαρίστως τους στεναγμούς της Οφηλίας. Οι παραπάνω, ΜΙΣΤΡΑΣ, ΔΩΡΑ Βλέπεις μάτια μου, πως είμαι τέλειος γιατρός. Σήκωσα την άρρωστή μου από το κρεβάτι και τη φέρνω στον αγαπημένο της μπαμπά. ΦΛΕΡΗΣΕλπίζω πως την έκαμες καλά. Ήτανε καιρός. ΜΙΣΤΡΑΣΑυτό δεν το εγγυώμαι, να σε χαρώ. ΦΛΕΡΗΣΔεν είμαι καθόλου ευχαριστημένος μαζή της.

βγάλε και συ τον τρίποδα. . . τη στάμνα με τα μύρα. . . τσουκάλια. . . παρατσούκαλα. . . σωστή λαοπλημμύρα!.. Β' ΑΝΗΡ και οι ΑΝΩΤΕΡΩ. Και τούτος τι ζητεί εδώ μ' αυτές της κατσαρόλες; —Ε, συ! μετακομίζεσαι, που τάβγαλες στη φόρα, ή τάχα για ενέχυρο πας να τα βάλης τώρα; Α' ΑΝΗΡ Καθόλου. Β' ΑΝΗΡ Κ' η παράταξις σαν τι σημαίνει πάλι; μήπως για τον Ιέρωνα την έχεις το ντελάλη;

Μετά τινα καιρόν ο κύριος επέστρεψε χαρίεις, εύθυμος· τον υπεδέχθη η κυρία σοβαρά. — Πού ήσουν, κύριε; — Εις ενός φίλου, αγαπητή. — Δηλαδή, εις μιας φίλης. — Αστειεύεσαι, φιλτάτη. — Καθόλου, κύριε· είνε περιττή η προσποίησις· τα έμαθα όλα.

Καθόλου σιτάρι, μόνον με κουκιά και κριθάρι βαστιώμαστε. — Τι με μέλει; είπεν ο Τριστάνος. Έζησα δυο χρόνια ολόκληρα σ' ένα δάσος και ζούσα με χόρτα, ρίζες, και με κυνήγι, και μάθετε ότι εύρισκα ωραία αυτή τη ζωή. Διατάχτε να μ' ανοίξουν την πόρτα». Ο Καερδέν είπε τότε: «Αφού είναι τόσο γενναίος, πατέρα, δεχτήτε τον να λάβη μέρος στα καλά μας και στης δυστυχίες μας». Με τιμή τον εδέχτηκαν.

Στο τέλος μη μπορόντας Στα πόδια να σταθούν, Οχ τον πολύν αγώνα Καθόλου να ορθοθούν· Αποσταμένα πέφτουν 1245 Στη γη ξαπλοταριά, Κειτάμενα σαν ψόφια Δεξιά ζερβιά μεριά. Και το Λαγό στη μέση Κομμάτι τρυφερό 1250 Με θλίψι τους κυττάζουν, Και μάτι λυπηρό. Η Αλουπού σε ταύτο Περνόντας αποκεί, Καθώς τα πάντα ίδε 1255 Καλά προσεχτική, Τρεχάτη ανάμεσά τους Αδράζει το Λαγό, Και φεύγει προς το δάσος.

Διότι και τα φυτά ζώσι χωρίς να μετέχωσι τοπικής κινήσεως και αισθήσεως και εκ των ζώων πολλά δεν έχουσι διάνοιαν. Εάν δε τις και ταύτα παραχωρήση και υποθέση ότι ο νους είναι μέρος της ψυχής, ομοίως όπως είναι και η αίσθησις, ουδέ ούτω θα έλεγε καθόλου περί πάσης ψυχής, ουδέ περί ενός ολοκλήρου είδους αυτής.

Κ' επειδή η κυρία Μαχαλά δεν τις ήθελε τέτοιες φασαρίες, σκέφτηκε να υπομονέψη ως που νάβρη την καλήτερη. — Άμα την εύρω, δίνω τα παπούτσια στο χέρι της σουρεκλεμές· συλλογίστηκε. Μα τι παράξενο! Πέρασαν δυο μήνες και ξέχασε την υπομονή της. Όχι την ξέχασε· δεν τη χρειάστηκε καθόλου. Η Ασημίνα απ' όλες τις συμφωνίες της δεν κύτταξε ως τώρα παρά εκείνες που εσύφερναν τ' αφεντικά της.

Αναμασσούσα τας σκέψεις μου, ότι αυτό δεν ήτο καθόλου εν τάξειαλλά και πολλά άλλα δεν είνε εν τάξει. Μπορεί εσένα να σε κρατάνετο στήθος και να πηγαίνης μέσατην άμαξα. Χαλάλι σου! δεν σε ζηλεύω. Εγώ δεν μπορώ να το κατορθώσω· δεν το ημπόρεσα ούτε με γαυγίσματα ούτε με ουρλιάσματα

ΚΛΕΟΝΤ Τίποτα! ΝΙΚΟΛΕΤΑ Άφησε με να σου μιλήσω. ΚΟΒΙΕΛ Είμαι κουφός. ΛΟΥΚΙΛΗ Κλεόντ! ΚΛΕΟΝΤ Όχι. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Κοβιέλ! ΚΟΒΙΕΛ Τίποτα! ΛΟΥΚΙΛΗ Στάσου. ΚΛΕΟΝΤ Παραμύθια! ΝΙΚΟΛΕΤΑ Άκουσέ με. ΚΟΒΙΕΛ Κολοκύθια! ΛΟΥΚΙΛΗ Μια στιγμή μόνο. ΚΛΕΟΝΤ Καθόλου. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Μα κάνε λίγη υπομονή. ΚΟΒΙΕΛ Ταραρά! ΛΟΥΚΙΛΗ Δυο λέξεις μόνο. ΚΛΕΟΝΤ Όχι, τέλειωσε πεια. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Μια λέξι. ΚΟΒΙΕΛ Πάει πεια, πάει.

Η ελπίδα φώλιαζε βαθυά στα φυλλοκάρδια της κάκως της Μήτραινας και τίποτε δεν μπορούσε να την ξεσκαλίση απέκει μέσα. Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια περνούσαν μπροστά της, σαν ερμητικό ποτάμι, σαν όνειρο φτερωτό, και παρέσερναν στο διάβα τους νειάτα, κι' ελπίδες, αλλ' η κάκω η Μήτραινα δε σκοτίζονταν καθόλου κι' είχε πάντα την καρδιά της περιβόλι.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν