Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Πού να φύγουμε και πού να πάμε; Τ' ήταν αυτό που μας έκαμες, μπρε παιδί μου. Αμ' εγώ δεν έχω τρεις μήνους που βήκ' από τα σίδερα και τώρα πάλε για τα μπουτρούμια με ξεκινάς, μωρέ Φώτο; Κι' ο δόλιος πατέρας έκρυψε στα δυο του χέρια το πρόσωπο σα νάκλαιγε. Τότες η μάνα τίναξε περήφανα, σαν τη λιόντισσα, το κεφάλι κατ' αυτόν και του λέει με καταφρονητικό πικρόγελο.
τους πήρα από το τραγούδι του Ολύμπου: « Ο Έλυμπος κι’ ο Κίσσαβος τα δυο βουνά μαλλόνουν » Ποιο ρίχνει τες πολλές βροχές, ποιο τα πολλά τα χιόνια. » Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχές, κι’ ο Έλυμπος τα χιόνια. » Τώνα παινιέται στα σπαθιά και τ’ άλλο στα ντουφέκια. » Ο Κίσσαβος έχει σπαθιά κι’ ο Έλυμπος ντουφέκια... » Γυρίζει ο κόντο-Κίσσαβος και λέει με περηφάνεια : — «Εμένα λένε Κίσσαβο, της Λάρισσας καμάρι, » Με χαίρεται όλη η Κονιαριά, με τ’ άσπρα τα σαρίκια, » Κι’ οι μπέηδες οι Λαρισσινοί με τα γοργά τους τ’ άτια. » Γυρίζει τότε ο Έλυμπος και λέγει του Κισσάβου : — «Τι λες αυτού, μπρε Κίσσαβε, κονιαροπατημένε, » Που σε πατούν οι Τούρκισσες, κι’ οι παλιο-Φατιμέδες, » Εγώ είμαι ο γέρω-Έλυμπος, ο κοσμοξακουσμένος, » Πώχω σαράντα-δυο κορφές κι’ αμέτρητες βρυσούλες, » Κάθε κορφί και φλάμπουρο, κάθε δεντρί και κλέφτης, » Και στην ψηλή μου την κορφή, στου Άγι-Ηλιά τη ράχη, » Κουρνιάζει κι’ αντριεύεται αητός με δυο κεφάλια, » Που μες τα νύχια του κρατεί βασιλικό κεφάλι, » Και κάθε μέρα την αυγή, στο κρούξιμο του ήλιου, » Κυττάει την Αγιά-Σοφιά και χύνει μαύρα δάκρυα».
Είπε ο Λάμπρος, πηδώντας από τον τόπο του, σαν τώρα να το πρωτάκουσε, σα να μη το 'χε ακούσει από την πόρτα ακόμα. Η μάνα δεν εμίλησε μηδέ τώρα, κατέβασε μοναχά τα φρύδια. Ο Λάμπρος κράταε ακόμα το ρώτημά του. — Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα! Και πώς έκαμες, μπρε παιδί μου; — Στη Σκάλα της Παραμυθιάς, μες τον ανήφορο, π' ανέβαινα με τα φορτώματά μου, τον ηύρα μπροστά μου το βουρκόλακκα.
Ο Άνθιμος ήταν σκυμμένος στο μπάγκο του, ενώ κοντά του ο αγαπημένος του γάτος, η μόνη του συντροφιά, συμμαζωμένος, ερουθούνιζε. — Καλημέρα, πάτερ Άνθιμε. — Καλό στο Σταυράκη· κάθησε. — Θα φύω γλήγορα, είπεν ο Σταυράκης, γιατί έχω πότισμα· μόνον ήρθα κάτι να σου πω για το μαστρογούμενο! — Τι είνε πάλι; — Μ' έχει να με χαλάση, μπρε παιδί, για τον ψήφο μου. — Πώς μαθές; αρώτηξεν ο καλόγηρος.
— Έβλεπα στον ύπνο μου, ότι είμουν στο σπίτι μου με τον πατέρα μου και με ταδέρφια μου... Μάννα δεν είχα. Και λέγοντας αυτά άρχισε να κλαίη. — Μπρε κριτή που σου τον διάλεξαν! Είπε μόνος του ο καρβανάρης. — Ξέρ'ς γιατί σε ξυπνήσαμε, Σπύρο; του είπε ένας από εκείνους που τον ξύπνησαν. — Πού να το ξέρω, — είπε ο Σπύρος, τρίβοντας τα μάτια του.
— Τι; τον ρώτησε τέταρτος. — Τι;.... Έχομε το παιδί του εδώ πέρα... — Και σαν τώχομε; — Να το βάλωμε στη θέση του πατέρα του....... κριτή. — Μπρε αλήθεια! Να το βάλωμε κριτή. Αν και μικρό ακόμα, θα ξέρη να ειπή κάτι, ως παιδί του κριτή μας. — Σπύρο — φώναξε — Σπύρο Τι γίνεται ο Σπύρος του κυρ-Χρήστου;
— Όχι, πλαϊνά κάνε, σαν τα καρυοφύλλια τα 'δικά σας· απήντησεν ούτος, μιμούμενος την Ρουμελιωτικήν προφοράν, ίνα δήθεν επιτείνη την ειρωνίαν των λόγων του. — Μπρε, τα 'δικά μας μπρε, εδιώξαν τους τούρκους! εφώναξεν εν αγανακτήσει ο γέρων. — Τι να σου κάμω!. . απήντησεν ο ενωμοτάρχης κινών την κεφαλήν· ήθελα πενήντα τούρκοι να είχαν από τούτα 'δώ και να 'βλεπες την παληοκαπότα!. . .
Κιόταν έφευγε, τον ακολούθησε και τούπε: — Δε μου λες, δάσκαλε, κιαμιά γυναίκα δε φαίνεται στα χαρτιά σου κοντά στο παιδί μου; — Δεν ήθελα, μπρε, να σου το πω· μα μια και με ρωτάς, θα σου πω την πάσαν αλήθεια. Κοντά στη μοίρα του παιδιού σου είδα να στέκη μια γυναίκα, μακρά κιαδύναμη. Ο μοιράρης, ως χωριανός, βέβαια κάτι θάξερε για το μάλωμα της μάνας μου και της κόρης του Δεσποινιού.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν