Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Την άφησα κ' έπειτα από μια στιγμή βυθίστηκα σ' έναν ύπνο, όμοιο με θάνατο. Πριν περάση η άλλη μέρα, γνωρίζαμε πως δεν υπήρχε σωτηρία και πως ο μικρός Σβεν θα πέθαινε. Η βεβαιότητα έπεσε απάνω μας σα βαρύ χτύπημα, γιατί όλον τον καιρό πρωτήτερα δεν πάψαμε να ελπίζουμε.
Πρέπει να τις κυττάξει κανένας στις εικονογραφίες και σαν τέτοιες ακόμα είναι αποτυχίες, γιατί δεν κεντάνε τη φαντασία, μα της βάζουν απεναντίας σύνορα. Γιατί το βασίλειο του ζωγράφου, καθώς και πρωτήτερα είπα, είναι πολύ διαφορετικό από του ποιητή. Στον τελευταίο ανήκει η ζωή απόλυτα κι ολοκληρωτικά.
Όχι μόνον έγινε καλά μα και πλέον όμορφη και γλυκειά και δροσερή από πρωτήτερα. Οι δύστυχοι γονέοι εκατάντησαν τρελοί από τη χαρά τους· δεν ήξευραν με τι τρόπο ν' αντιπληρώσουν τον γέροντα. Μα εκείνος δεν εφρόντιζε για τέτοια. Έτσι ήρθε· ήθελεν έτσι και να φύγη.
— Εγώ; όχι, Μα το Ναι. — Και τι έλεγες πρωτήτερα; — Διά να πάγω εγώ; Εχωράτευα, είπεν ο Σκούντας. — Ώστε έχεις και συ δουλειά; — Δεν πιστεύω, αλλά τι με μέλει; — Δεν σε μέλει λοιπόν διά την δυσκολίαν του φίλου σου; — Ποίαν δυσκολίαν; — Είνε μία δυσκολία αυτό δι' εμέ, είπεν ο Τρανταχτής. Δεν θέλω να δυσαρεστήσω την Βεάτην. Ο Σκούντας έσεισε τους ώμους. — Λοιπόν δεν γίνεται; είπεν ο Τρανταχτής.
Τώρα είνε η σειρά μου να σ' ερωτήσω, και επανέρχομαι εις την ερώτησίν μου. — Μοι έλεγε διάφορα, μοι διηγείτο ιστορίας, είπεν η Αϊμά. Τώρα εννοώ τον σκοπόν της. — Ποίον σκοπόν της; — Αυτό οπού μου έκαμνεν, ήτον κατήχησις, καθώς ελέγετε πρωτήτερα. Μοι διηγείτο συναξάρια και βίους των Αγίων. Η μήτηρ Πία δεν επείσθη. Είπε καθ' εαυτήν ότι η κόρη αύτη ήτο πονηροτέρα ή όσον εφαίνετο.
Μερικοί λένε πως η Τέχνη μας κάνει ν' αγαπούμε τη Φύση περισσότερο παρ' ό,τι την αγαπούσαμε πρωτήτερα, ότι μας ξεσκεπάζει το μυστικό της, κι ότι ύστερ' από μια προσεκτική μελέτη του Corot και του Constable βλέπομε πράγματα στη Φύση που είχαν διαφύγει την παρατήρησή μας. Η δική μου πείρα είναι ότι όσο περισσότερο σπουδάζομε την Τέχνη, τόσο λιγώτερο προσέχομε τη Φύση.
Δεν εννοούσα γιατί καθόμουνα εκεί και γιατί ήθελα να κάμω αυτόν το δρόμο μέσα στη δυνατή βροχή, αυτόματα όμως, όπως και πρωτήτερα, είπα του αμαξά: — Γλήγορα, όσο μπορεί να τρέξη το άλογο. Το μικρό παιδί μου πεθαίνει. Ο αμαξάς μας είχε φέρει με το αμάξι του πολλές φορές. — Είναι το μικρό αγοράκι, που είναι τόσο ωραίο; ρώτησε.
Κ' ενώ γυρίσαμε τη σκέψη μας στους ανθρώπους αυτούς, που πρωτήτερα τους θεωρούσαμε μόνο σαν αναγκαίο συμπλήρωμα της δικής μας χαράς, άνοιξε η πόρτα του σπιτιού και στη λάμψη του ηλιού, που έπεφτε στη σκάλα, παρουσιάστηκε μια καμπουριασμένη γειτόνισσα και μας κοίταξε μ' ένα χαμόγελο, που έδειχνε πως μας γνώρισε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν