Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
Με πόση όρεξη θάπεφτε στην αγκαλιά τόμορφου και του καλού αυτού νιου, που ξέρει τόσα όμορφα πράμματα, που λέει τόσα έξυπνα λογάκια, που γνώρισε του κόσμου όλα τα καλά κι όλα τα ξεφαντώματα, για να την φέρη πέρα, πέρα στον άγνωστο μεγάλο κόσμο, να δη και να γνωρίση τα μάγια καινούργιας ζωής, του κόσμου τις χαρές και τις τρέλλες.
Πριν όμως μ' απολογηθή τούτος, ο Γεροκαλαμένιος, ο φίλος μου, έστρεψε κατά πάνω μου τα δυο ματογιάλια του, — σα να μου γνώρισε τη φωνή κ' εγύρευε να ιδή αν είμαι ο ίδιος, — και σα με είδε κοντά του, γύρισε κατά τους άλλους κ' είπε: — Σταθήτε και το δασκαλόπουλο θα μας το δείξη τι φανερών' η εικόνα, μωρέ παιδιά. Το γνωρίζω γω, ξέρει πολλά πράματ' αυτό, και θάν' το ξηγήση.
Θα ειπής και τις άλλες μέρες δεν ήταν καλήτερα. Από την ώρα που το δολοφόνο ψαλίδι άνοιξε τις φλέβες του θείου του και οι παλαβές πράξες του αδερφού του τον έβαλαν κορώνα στη γενιά του, γλυκειά στιγμή δε γνώρισε ως σήμερα. Η ζηλεμένη του θέση έγινε βάσανό του. Τις αμαρτίες των προγόνων του τις σύναζε, λες, η τύχη στο σακκούλι της και τώρα τις έρριχνε σα μυλόπετρες στο κεφάλι του.
Και τότε ― τότε του έρχεται να γνωρίσει και τάλλα τα χωριά, και να κατεβεί στη χώρα, να ζυγώσει στη μεγάλη λίμνη με τ' αρμυρό νερό. Γνώρισε την πολιτεία, και αρχή αρχή του φάνηκε καλή. Σα να είναι πιο ελεύθερα τα πράματα εδώ. Χωράφια δε βλέπει, μήτε λιβάδια, μα βρίσκει καπηλειά πολλά, και πίνει κρασί με πολλούς συντρόφους. Και δεν ντρέπεται πολύ πολύ τους πολίτες, γιατί δεν τονέ γνωρίζουν.
Τότε έγινε ξανά χαρούμενος γιατί γνώρισε το δρόμο και γιατί ο σκύλος ρουθούνισε, κούνησε την κομένη ουρά του κ' ήθελε να γυρίση σπίτι. Κι άξαφνα άρχισε να ποθή τη μαμά και τότε θυμήθηκε τα κίτρινα λουλούδια, που κρατούσε στο χέρι. Αργά και προσεχτικά βάδιζε τώρα προς το σπίτι κ' ίσως μόλις τώρα να θυμήθηκε αόριστα πως δεν έπρεπε να φύγη από το σπίτι.
Τράβησε ίσια ατό σπίτι του και εκεί πέζεψε και ξεφόρτωσε το μουλάρι του. Η γυναίκα του, επειδή δεν είχε φανή ύστερα από τόσα χρόνια, νόμισε πως είχε πεθάνει, και του έβρασε το σιτάρι και ζούσε σα χήρα, ώστε, όταν ήρθε, δεν τον γνώρισε καθόλου. Αλλά κι' αυτός δεν της έδωκε γνωριμία, και της είπεν, ότι είταν απ' άλλη χώρα κι' ο δρόμος τον έφερε να ξενυχτίση στο σπίτι της.
Γιατί μέσα στα ογδόντα χρόνια της η Δροσούλα δεν είδε μια καλήν ημέρα. Κι' αν είδε καμμιά, την εξέχασε. Δεν γνώρισε ποτέ της καλό, ούτε από αγίους ούτε από ανθρώπους. Γιατί; Κι' αυτή δεν μπορούσε να καταλάβη. Με τα τουλούμια έκαψε το λάδι στους αγίους και με τα καντάρια ταγιοκέρια. Και στους ανθρώπους ήτανε πάντα γλυκομίλητη, καλή και πονετικιά. Γι' αυτό δεν μπορούσε να καταλάβη την έχθρα τους.
Το γεροντάκι τους γνώρισε χαμογελώντας, κι ανέβηκαν στο σπίτι και οι τρεις· στρώθηκε το τραπέζι στην πρασινοστολισμένη ταράτσα, ενώ η νύχτα άπλονε το μαλακό της πέπλο στην εξοχή, και σκορπούσε αγάλι' αγάλια ολοένα γλυκύτερο και βαθύτερο μυστήριο στο μεγάλο κάμπο.
Κοντά του είδε τους σοφούς· τον Αλαμάνο, το Γκενεβέζο και τον Περαχώρα. Τους γνώρισε αμέσως γιατί πολλές φορές επήγαν να ζητήσουν κι απ' αυτόν παλιά χερόγραφα και βιβλία. Είχαν κ' οι δικοί του πρόγονοι τέτοια. Βέβαια δεν ήταν όμοια με τα βιβλία του Ευμορφόπουλου· σοφία δε μοίραζαν.
Μου φαίνεται πως θα σ' αγαπούσα περσότερο, αν μπορούσα να συλλογίζουμαι πως κανείς άλλος από μένα δεν είχε κάποιο δικαίωμα σ' εσέ και πως κανείς άλλος δε σε γνώρισε καλά ποιος είσαι. »Να που σου είπα τόσα πολλά και κείνο, που με παρακάλεσες να σου πω, δε σου το είπα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν