United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπα, και τότ' εχόλιασε χειρότερα η ψυχή του, 480 και απ' όρος μέγα κορυφήν ξεκόλλησε και πέρα του καραβιού την έρριξεν εμπρόςτην μαύρην πλώρη, εγγύς, ώστ' εκοντόφθασετου πηδαλιού την άκρα• και η θάλασσα εταράχθηκεν ως εποντίσθη ο βράχος. ήλθε το κύμα κ' έφερεν οπίσω τα καράβι 485 απ τ' ανοικτά και προς την γη τ' ανάγκασε να φθάση. κ' εγώ παρέξω τ' άμπωσα μ' ένα μακρύ κοντάρι, και τους συντρόφουςτα κουπιά πρόσταξα ευθύς να πέσουν, να φύγουμε τον όλεθρο, και με την κεφαλήν μου τους ένευα• κ' ερρίχθηκαν αυτοί κ' έλαμναν όλοι. 490 αλλ' ότε διάστημα διπλό πήραμε της θαλάσσης τον Κύκλωπα προσφώνησα και τότε, αν και τριγύρω δεν μ' άφιναν οι σύντροφοι με λόγια μελωμένα• «άνθρωπον άγριον, δύστυχε, τι θέλεις κ' ερεθίζεις; είδες πετριάτην θάλασσα, 'που γύρισε το πλοίο 495 κατά την γην, ώστ' είπαμε 'που αυτού θ' αφανισθούμε. και αν άκουε τότε να ομιλή κάποιον ή να φωνάζη, ταις κεφαλαίς μας θα 'σπανε και τ' άρμενα του πλοίου, με κάποιο μάρμαρο σκληρό• τόσο μακρυ' ακοντίζει».

Εξηπλωμένος επί της πρύμνης ησθανόμην υπ' εμέ το σκάφος υψούμενον και καταπίπτον και ήκουα τον άγριον ρόχθον της θαλάσσης πληττούσης τα πλευρά του, τον οργίλον συριγμόν των αφριζόντων κυμάτων, των σχοινιών τον γογγυσμόν, και του πηδαλίου το τρίξιμον. Είχα τους οφθαλμούς κλειστούς, αλλά δεν εκοιμήθην όλην την νύκτα. Τα μέλη μου ήσαν βαρέα, μου έλειπε δε και δύναμις και θέλησις να τα κινήσω.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Εγνώριζες κάλλιστα, ω βασίλισσα, ότι αι ίνες της καρδίας μου ήσαν δεδεμέναι επί του πηδαλίου σου, και ότι φεύγουσα θα με έσυρες όπισθέν σου. Εγνώριζες την επί του πνεύματός μου μεγίστην δύναμίν σου, και ότι εις το νεύμα σου ηδυνάμην και των θεών αυτών τας διαταγάς να παρακούσω. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω, συγχώρησέ με!

Πλην ούτε πλοίον ήξευρον, ούτε εγνώριζον την χρήσιν του πηδαλίου, ούτε των ιστίων, ούτε των κωπών, και αφού εφόνευσαν τους άνδρας εφέροντο όπου τας ώθουν τα κύματα και ο άνεμος και έφθασαν ούτω εις τους Κρημνούς της Μαιώτιδος λίμνης. Είναι δε οι Κρημνοί μέρος της χώρας των ελευθέρων Σκυθών.

Εντούτοις η άγκυρα ανειλκύσθη, οι τροχοί περιεστράφησαν πλήττοντες παταγωδώς την θάλασσαν και ήρχισε το ατμόπλοιον να κινήται. Ηγέρθην τότε και στηριχθείς επί της όπισθεν του πηδαλίου σπείρας σχοινίων, έβλεπα την ωραίαν πόλιν εκ της οποίας απεμακρυνόμεθα.

Ο πηδαλιούχος επιδέξιος τιμονιέρης, ακίνητος ως άγαλμα έως τότε, συγκρατών το πηδάλιον εις την θέσιν του, πάραυτα εκινήθη προς την διαταγήν. Έλαβε ζωήν εμψυχωθείς κ' έστρεψε τον κύκλον του πηδαλίου ταχέως, γύρους πολλούς, πολλούς ώστε να έλθη «το τιμόνι ς' την μπάντα». Εν τω άμα ο δρόμος ανεκόπη.

Η ψυχή τρέφει το σώμα διά της συμφυούς θρεπτικής και πεπτικής δυνάμεως και διά του θερμού, όπως ο κυβερνήτης κυβερνά το πλοίον διά της συμφυούς χειρός αυτού και διά του χωριστού πηδαλίου. Η θερμότης, ως η χειρ, κινουμένη υπό της δυνάμεως κινεί την τροφήν, αναλογούσαν προς το πηδάλιον. * &Γενικά περί τον αισθητικού• είναι δύναμις χρήζουσα των εξωτερικών πραγμάτων, ίνα γείνη ενεργός.

Και μόνος ο πηδαλιούχος, όρθιος, επί της πρύμνης, ελαφρά στηριζόμενος επί του τροχού του πηδαλίου, ον περιστρέφει, διευθύνει το πλοίον βλέπων ατενώς προς έν κατέμπροσθέν μας γαλανόν σημείον, μίαν μουνδζούραν του ορίζοντος. — Ανοιχτά, κατά την Κυρά-Παναγιά. Είχε διατάξει ο πλοίαρχος, επιβοηθήσας αυτόν συνάμα εις την στροφήν. — Τον ξέρεις, βρε, τον μπούσουλα;