Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Τότε όλοι του καραβιού με εβεβαίωσαν ότι έλαβον άκραν χαράν διά την ελευθερίαν μου· ευθύς μου έδωσαν και έφαγα αρκετά· έπειτα ο καραβοκύρης με ένδυσε με μίαν φορεσιάν ρούχα, βλέποντας τα δικά μου όλα ξεσχισμένα και μετά δύο ημερών αρμένισμα αράξαμεν εις ένα νησί, ονομαζόμενον Σενταχί, εκεί που βγαίνει το ξύλον Σαντάλιον, τόσον χρήσιμον εις την ιατρικήν.
Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Μ α ρ ί α. Θέλετε να δεχθήτε και αυτόν τον Ερμήν; Καλά που δεν μούδωκε κανένα γυμνό απ' αυτά, για να το προσφέρω στα κορίτσια μου. Μ α ρ ί α. Ως που να ετοιμασθή το τσάι θέλετε να κάμωμεν ένα γύρω στον κήπο, να δήτε το σπιτικό μας. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Αν θέλετε. Πέρνομεν πρώτα το τσάι. Ήμουν τόσο ταραγμένη το μεσημέρι, ώστε δεν έφαγα τίποτε. Μ α ρ ί α Αμέσως. Κώστα, βοήθησε και συ.
Ως τόσον έχοντας το σχοινίον οδηγόν, εγύρισα πίσω μέσα, και επήρα τα ψωμιά και το νερόν, και πάλιν με οδηγόν το σχοινίον εβγήκα έξω, και έφαγα, έπια, και εκοιμήθηκα ανάμεσα εις τους βράχους αναπαυμένος.
Επροχώρησα ολίγον τρικλίζων, κατόπιν εμπερδεύθηκα και έπεσα. Η υπερβολική κούρασις με εκάρφωσεν εκεί και απεκοιμήθην εις την στάσιν εκείνην. Άμα εξύπνησα, απλώσας τον βραχίονα μου εύρον παραπλεύρως ένα άρτον και μια κανάτα νερού. Πολύ εξηντλημένος διά να σκεφθώ επί της περιστάσεως ταύτης ήπια και έφαγα απλήστως.
Μα άκου, απ' τη μάχη αν τραβηχτείς ή πας και ξελογιάσεις κάνα άλλονε κι' οχ τη σφαγή τόνε γυρίσεις πίσω, σ' έφαγα εφτύς καρφώνοντας μες στην καρδιά σου τ' όπλο.» 250 Είπε και κίνησε μπροστά, κι' οι άλλοι ακολουθούσαν με χλαλοή που κούφαινε.
Και πώς να τον καταπείση τον αδερφό του πως λάθευε, πώς να διαφαντέψη την ησυχία του και την καλοτυχιά του, που σε μια στιγμή μέσα την έβλεπε και κατρακυλούσε στην καταβόθρα! Συλλογίστηκε, συλλογίστηκε ο δύστυχος, κ' ύστερα — Να σου πω τι θα κάμω, γυρίζει και του λέει του Δημήτρη. Θα πάω και θα του στήσω παγίδα, κι αν είνε αλήθεια, τους έφαγα και τους δυο. — Τρέχα το λοιπόν και στήνε παγίδες.
Αφού δε έβαλα εις την είσοδον τον φράκτην, ο οποίος είνε πέτρα πολύ μεγάλη, και άναψα φωτιάν με το δενδρον το οποίον είχα φέρει από το βουνόν, εφάνηκαν που προσπαθούσαν να κρυφθούν• εγώ δε συνέλαβα μερικούς, ως ήτο φυσικόν, και τους έφαγα, διά να τους τιμωρήσω ως ληστάς.
Μόνον η κλαβανή ήτον ανοικτή. Μετά μίαν στιγμήν, ανήρχετο και ο δεύτερος ο μόσκηνός του. — Τώστριψε; — Τώδωκε απ' την καταρρήχωσι χάμω . . . — Και τον εχούιαξες; . . . Δεν τον επρόκαμες; — Έφαγα κατραπακιά! . . . Α! μα φευγάλα . . . Εφτά μίλια την ώρα! . . .
Εφανερώθη ευθύς εις τους οφθαλμούς μου ένα λιβάδι γεμάτον από διαφόρων λογιών λουλούδια και άνθη, που δεν είχα μεταϊδεί, και δένδρα φορτωμένα από ωραίους καρπούς· επλησίασα εις ένα από αυτά τα δένδρα, και έφαγα από τον καρπούς τους, έπειτα εκάθησα εις τα χόρτα διά να αναπαυθώ ολίγον, και απεκοιμήθηκα εις ένα βαθύτατον ύπνον.
Εκείνοι οι καλοί άνθρωποι έλαβαν σπλάχνος εις εμέ, και μου έδωσαν και έφαγα από εκείνο που έτρωγαν, και υστερότερα με επήραν μαζί τους, και ύστερον από μερικές ημέρες με έφεραν εις την Όρμαν, πόλιν μεγάλην, και φθάνοντας εκεί, επήγα και κατέβηκα εις ένα χάνι, εις το οποίον ο πρώτος που εσυναπάντησα εστάθη ένας από τους συντρόφους μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν