Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Μηδ' άλλος τον αμέλησε κανείς τους, μόνε ομπρός του κρατούν τις ομορφόκυκλες ασπίδες, και κατόπι τον παίρνουν κι' όξω οχ τη σφαγή στα χέρια τους τον βγάζουν, ως πούρθαν στα γοργά άλογα που καρτερούσαν πίσω 430 όξω απ' τη μάχη μ' αμαξά και με πανώριο αμάξι, κι' έτσι τον παν προς το καστρί ενώ βαριά βογγούσε.
Και σταφνίζεται να φύγη, Μόνε πούθε, δεν ξανοίγει· Στρίβεται, και αποράει, Τη συντρόφισσα τηράει· Μη κουμπάρε, λέγει η άλλη, Μη δειλιάζε 'ς· απογάλι, Και θαρρώ να ημπορέσω Πώς να βγούμε ναύρω μέσο. Να μου κάμης πλάταις, όσο Στην κορφή να σκαρβαλόσω. Κιαπέ όξω μόνε πάνω, Μη σε μέλει, εγώ σε βγάνω.
— Σταθήτε, βρε παιδιά... κάμετέ μου τη χάρη ν' ακούστε και μένα. .. Δεν το θέλω για τον εαυτό μου· για σας το λέω, για την ψυχή σας, για την ψυχή όλων μας. Λέω να τ' αφήσουμε όξω' να στο κελλί, ως που να ιδούμε... Λέμε πως είνε κόνισμα· μ' αν δεν είνε; Τι θα γίνη τότες τι θα μας ψάλλουν τ' άλλα τα χωριά; Ένας δισταγμός ζωγραφήθηκε αμέσως σε πολλά πρόσωπα· μερικοί κούνησαν το κεφάλι· σύμφωνοι.
Μα όταν μιας σμίξανε οι θεοί τ' αθρώπινα κοπάδια, ξεσπά η Αμάχη ανήμερη, χουγιάζει κι' η Παλλάδα, πότε όρθια απ' όξω απ' το τειχί και το σκαφτό χαντάκι, πότε μακρόσκουζε κοντά στ' αφρόδαρτα ακρογιάλια· 50 κι' έσκουζε ο Άρης αντικρύ σα σίφουνας στους Τρώες άγρια οχ του κάστρου την κορφή, και πότε πιλαλούσε κοντά στο ρέμα πίσω ομπρός στ' Ωριοκολλώνι απάνου.
Τα θεολογικά αίτια που αναφέρουνται και ξεδιαλύνουνται από τους όσους τα σπουδάζουν, είναι φυσικά κι αυτά αξιομελέτητα, μα καταντούνε δευτερεύοντα μπροστά στην καθαυτό, τη φυσικιά την αιτία. Είναι ίσως ανάγκη να τα λαφροαγγίξουμε μια στιγμή τα ζητήματα αυτά, με μεγάλη προσοχή όμως, μην τύχη και ξεγλιστρήσουμε όξω από τα όρια της απλής αυτής ιστορίας.
Μα ο Μιχαήλος που εβάλαμε να φυλάγη μήπως έλθης, τον είδε και άνοιξε την αγκάλη του να τον εμποδίση. Μα εκείνος, σαν να έβλεπε τον όξω απ' εδώ μπροστά του, έβγαλε, λέγει, μια βλαστημιά κ' εσκόντησε τον Μιχαήλο κατά γης κ' εβγήκε κ' έφυγε! Γι' αυτό δεν σε άνοιξε την θύρα σήμερα το παιδί μου, και γι' αυτό δεν ηύρες κανένα να σε υποδεχθή.
Και μες στα παραλούρια το γάβρο δένει Πήδασο — που ο Αχιλιάς τον πήρε τότες τ' Αητιού σαν πάτησε το στεριωμένο κάστρο — πούτρεχε μ' άτια αθάνατα, θνητό κιας είταν θρέμμα. Πάει τότε ο Αχιλιάς παντού από καλύβα σ' άλλη 155 κι' όλους φωνάζει στ' άρματα. Κι' εκείνοι αμέσως όξω 156 166 πρόστρεξαν όλοι, κι' έστεκε στη μέση ο Αχιλέας αμαξωτούς θαρρύνοντας κι' ασπιδωμένους άντρες.
Είμαι σα δυο άνθρωποι: ένας που ζει και ένας άλλος που κ ο ι τ ά ζ ε ι απ' όξω τη ζωή μου. Και έτσι νοιώθω καλλίτερα και τον εαυτό μου και τους άλλους. Όταν όμως ανακατώθηκα με τους ανθρώπους, κατάντησα πολιτικός τους. Φαίνεται, είμαι φυσικά «αρχικός», όπως έλεγαν οι αρχαίοι. Αλλά δεν έγινα δούλος της πολιτικής.
Έσκιζαν τον ήσυχον αέρα σκληρές οι σφυριξιές τους. Έσερναν ανυπόμονα τα πόδια τους χάμου, κ' εσήκωναν νέφαλα τα χώματα στο σκοτάδι. Λίγο νάκανε πως έγερνε την πόρτα απάνω αέρας, κ' εγλυστρούσε λίγο φως στο χαγιάτι όξω, δαιμονικό κάτω τάπιανε. — Νάτη, ρε! — Νάτη! νάτη! — Άνοιξ' η πόρτα!... — Θα βγη, ρε; — Βγαίνει, ρε· να, δε βλέπεις;... Άφξαινε η ποδοχαλή. Άφξαινε το σούσουρο.
Και του Πηλέα ο γιος στιγμή τον Έχτορα απ' ομπρός του δεν παραιτούσε, κι' έτρεχε με πείσμα κυνηγώντας. Πώς σκύλος σ' όρος κυνηγάει μες σε λακκιές και πλάγια ζαρκάδι π' όξω τάβγαλε οχ τη φωλιά της μάννας, 190 και μες σε θάμνο αν πάει κρυφτεί και χάσει το, όμως τρέχει κι' όλο μυρίζει ψάχνοντας ως ναν του βρει τ' αχνάρια· έτσι κι' ο Έχτορας στιγμή δεν μπόραε να ξεφύγει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν