Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Ο Αλαμάνος όμως με τη βαθιά του κρίση απόδειχνε στον πρόλογο και στα σχόλια του βιβλίου πως όλους τους ένωνε το ίδιο αίσθημα, ίδια αντίληψη της ζωής, κοινές ελπίδες και κοινές πρόληψες. Η διαφορά ήταν απ' όξω, μα από μέσα όχι. Απάνω στη χαρά τους φάνηκε ο Αριστόδημος στη σκάλα. Μα ήταν σε κακή κατάσταση· το καπέλλο του τσαλακωμένο, το φόρεμά του λασπωμένο κι ο λαιμοδέτης του λυτός.

Παραπατώντας και γατζώνοντας απάνω στις γυναίκες που την κρατούσανε, σίμωσε το γιατρό. — Γιατρέ μου, πώς τον βλέπεις; Μίλα μου, γιατρέ μου... Κ' έμπηξε ένα ξεφωνητό πάλιΉσυχα, είπαμε, γιατί θα σε βγάλω και σένα όξω, είπε αυστηρά ο γέροντας... Να μη μας χαλάς ό,τι φτειάνομε. Κατάκιασε λιγάκι και ξαναρώτησε σιγά: — Πώς τονέ βλέπεις, γιατρέ μου; — Θα γίνη καλά! είπε μασσημένα ο γιατρός.

Έβλεπε, κ' εχαμογελούσε ειρωνικά τάχα μου, με τους χαζούς τους χωριανούς του. — Πφ! τι λες εκεί! — αφτός από τέτια!.. Όξω από το καφενεδάκι πάλι κόσμος και κοσμάκης. Όλα τα κοπελούδια του χωριού κι όλα τα παλιοπαίδια, που δεν είχαν δεκάρες να μπουν. Έπιαναν τις κλεισμένες πόρτες, να ιδούν από καμιά τρυπούλα. Έπιαναν και τα παράθυρα να ιδούν από τα τζάμια τα κλεισμένα απόξω.

Κι όταν πέθανε αυτό, έσκυψε κείνος αποπάνω μου περσότερο από πριν, άπλωσε τα μελανά φτερά του απάνω από το σπίτι μου και δεν έφυγε πριν αρπάξει από με και τους δικούς μου εκείνη που μας είταν πιο ακριβή απ' όλα στη ζωή, γιατί μας είταν πιο ακριβή από τη ζωή την ίδια. Σηκώθηκα και κοίταξα όξω. Ακροάστηκα την αναπνοή της και δεν μπορούσα να πιστέψω πως είταν ξαπλωμένη εδώ κ' έμελλε να πεθάνη.

Τότε ανεβαίνει βιαστικός στο στέριο αμάξι ο γέρος κι' όξω τραβά απ' τ' αχόλαλο λιακό κι' απ' τ' αβλοπόρτι. Το κάρο ομπρόςτετράροδοτραβούσαν τα μουλάρια που τα οδηγούσε ο φρόνιμος Νιδιός· και πίσω ο γέρος 325 βαρούσε τ' άτια, και γοργά τους φώναζε να τρέχουν κάτου το κάστρο. Κι' οι δικοί τον συνοδέβανε όλοι πικρά θρηνώντας, πούλεγες πως σε σφαγή παγαίνει.

Κι εκείνος με το χέρι αμπώχνει τ' αρχοντόπουλο αλάργα από κοντά του· κι' ο Αγαμέμνος μια ακόντια του ζάφτει στο λαγγόνι και τον ξαπλώνει ανάσκελα, και βάζοντας το πόδι στα στήθια απάνου, όξω τραβάει το φράξινο κοντάρι. 65

Άλλοι έτρεξαν κ' εστήλωσαν τα κεφάλια τους στα χοντρά κάγκελα του παραθυριού κατά τη σκάλα, να ιδούν όξω τι τρέχει. Όταν έπαψαν τα πατήματα απόξω, εφάνηκε ανάμεσα από το σιδερόφραχτο φεγγίτη της πόρτας του Αρχιφύλακα η λιοκαημένη μορφή, κάτου από το βυσινοκόκινο φέσι του. — Εδώ, Σκοπέ! έκαμε βροντερή κι άγρια του Κυρ-Λοχία η φωνή, μπρος την πόρτα.

Αλλά ο Ύβαινος είναι χαρούμενος. Η Ιζόλδη φεύγει και ο Ύβαινος την οδηγεί. Η απαισία συνοδεία κατεβαίνει έξω από την πόλι. — Πήραν το δρόμο που είναι κρυμμένος ο Τριστάνος. Ο Γκορνεβάλης αφήνει κραυγή: — «Τι θα κάμης; Να η φίλη σου!» Ο Τριστάνος τραβάει τάλογό του όξω από το θάμνο. — Ύβαινε, αρκετά της κράτησες συντροφιά. Τώρα άφησέ τη, αν θέλης να ζήσης!» Ο Ύβαινος ξεκουμπώνει το μαντύα του.

Κι' ως τότε ο Ήλιος π' άγγιζε τα μεσουράνια απάνου, έβρισκαν κι' απ' τους διο οι ρηξές κι' ισόπεφτε τ' ασκέρι· μα όταν το πίσω πήρε πια στρατί για να ξεζέψει, τότες πια τέλος άγραφα νικήσανε οι Αργίτες 780 κι' έσυραν όξω το νεκρό απ' τις ρηξές, και πήγαν πέρα μακριά και τ' άρματα του βγάλανε οχ τους ώμους. Όρμησε πάλι ο Πάτροκλος να πετσοκόψει Τρώες.

Μπορεί όμως να γίνη άγγελος και να βγάλη λευκά φτερά στους ώμους, είπε ο Σβεν. — Βέβαια θα γίνη, είπε η μαμά. Μα ο Σβεν αναστέναξε και δεν έμεινε ευχαριστημένος. — Γιατί δεν μπορεί να πάη μαζί η γερόντισσα αφού το θέλει; είπε. — Αυτό δεν το ξέρει κανείς, Σβεν, είπε η μαμά, μόνο ο Θεός το ξέρει. — Το ξέρει αυτός; — Ναι, το ξέρει. Ο Σβεν ξαναβγήκε όξω στον ήλιο και στους βράχους.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν