Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Το στήθος του βαραίνει και του δυσκολεύει τον ανασασμό. Πλησίασε σ' ένα παράθυρο, τ' άνοιξε κ' έρριξε τις ματιές του έξω, στο δικό του και στα γειτονικά χτήματα. — Τι κάνει εκεί κάτω αυτός ο παλαβός! εμουρμούρισε άξαφνα. Χαμόγελο λυπητερό φάνηκε στα χείλη του, σα να ξέχασε τη στενοχώρια του. Ακκούμπησε στο παράθυρο και προσηλώθηκε όξω. Κύτταξε αντίκρυ του το μικρούτσικο μετόχι του Ευμορφόπουλου.

Κι όξω τους βγάζει, σα μικρά ζαρκάδια σαστισμένους, πίσω τα χέρια δένοντας με τα καλοκομένα 30 λουριά που γύρω τα στριφτά τους έζωναν τσαπράζα· κι' έτσι οι συντρόφοι του δετούς τους πήγαν στα καράβια.

Κι' οι φίλοι μόλις δύνουνταν το γέρο να βαστάξουν, π' αντίστεκε όλο κι' ήθελε όξω να βγει οχ το κάστρο.

Όταν έφτασα στην πόρτα κ' έστριψα το κεφάλι, είδα τη γυναίκα μου να φέρνη το Σβάντε στο κρεββάτι του Σβεν. Κάθησε στο ένα πλευρό κ' έβαλε το Σβάντε να καθήση στα άλλο. Έπειτα έσκυψε στο Σβεν. Όλην την ώρα όμως κρατούσε το χέρι του Σβάντε κ' είδα πως χάδευε και τα δυο παιδιά, χωρίς διάκριση. Όταν τέλος βγήκε όξω ο Σβάντε, πήγα μέσα και κάθησα στη θέση του, αντίκρυ στη γυναίκα μου.

Όμως τον είδε ο γλήγορος Αντίλοχος, και βγήκε 565 όξω απ' τους πρώτους, τρέμοντας μην τίποτα τους πάθει ο βασιλιάς και χάσουνε του κάκου τόσους κόπους.

Κάπια θενάπεσε στους γιους του βασιλιά φουρτούνα... Μα, Δία, εμένα σώσε με από πικρά μαντάτα454 Έτσι είπε, κι' όξω χύθηκε σαν παλαβή οχ το σπίτι 460 με σπλάχνα που της σπάραζαν, κι' οι σκλάβες ακλουθούσαν.

Κι' ενώ κυλιούνταν στα σβουνιά, τους ξόρκιζε όλους γύρω, με τ' όνομά τους κράζοντας τους φίλους έναν έναν 415 «Ανοίχτε, αδέρφια... αφίστε με σας λέω, κιας με λυπάστε, να βγω όξω εφτύς και μόνος μου να τρέξω ως στα καράβια να πέσω ομπρός στα πόδια του, σ' αφτό το σαρκοφάγο... α το φονιά... ίσως σεβαστεί τα χρόνια μου, ίσως νιώσει σπλαχνιά για τ' άσπρα μου μαλλιά.

Ο μακαρίτης ο Μπάρμπα-Δήμας ήτο κύριος δύο λαμπρών ελαιώνων λίαν προσοδοφόρων, τόσον προσοδοφόρων, ώστε εις κάθε εσοδείαν του ελαιοκάρπου με την λαδωμένην βράκαν του καταγινόμενος εις το ελαιοτριβείον έλεγεν εξ αγαλλιάσεως: — Όξω φτώχια, κυρά Ζωίτσα! Και εκρότει θλίβων τον αντίχειρα και μεσοδάκτυλον ως κάμνουν οι σύροντες τον χορόν.

Τι τ' άτια καθώς έτρεχαν στον κάμπο αλαφιασμένα, τούμπλεξαν σε μυρχιάς κλαδί, και το καμπύλο αμάξι του τόσπασαν μπροστά μπροστά στ' ατιμονιού την άκρη· 40 και παίρνουν τ' άτια του καστριού το δρόμο με τους άλλους που δειλιασμένοι φέβγανε, κι' αφτός όξω απ' τ' αμάξι κοντά στη ρόδα πίστομα κατρακυλάει και πέφτει στα βούρκα μέσα ξαπλωτός.

Βγήκα στερνός από τη χαμηλή σιδερόπορτα του ξώτοιχου, σέρνοντας από το καπίστρι το μουλάρι μου κι ακολουθάμενος από ψηλόν ήμερο σκύλλαρο με οκνά μάτια και μαλλιά μακρύτατα παρδαλά. Όξω από το περιαύλι, που κατηφορνούσε χορταριασμένο το σιάδι κατά τη λαγκαδιά, ξάνοιξα μες το θαμπό φως της αυγούλας την καμπάνα του μοναστηριού, κρεμασμένη απάνου σ' ένα χιλιόχρονο πουρνάρι.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν