Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Σάνε γύρισε μεσημέρι και σηκώθηκαν τα δυο ταδέρφια να κινήσουν κατά το σπίτι τους, τους ξεπροβόδωναν ο Μιχάλης κ' η γυναίκα του ως όξω από την πόρτα, και δος του πια τότε μουρμουρητά και χειρονομίες. — Άφησέ με και τα βολέβω, ακούστηκε κ' έλεγε ο Πανάγος πηγαίνοντας.

Έτσι με χέρι αφτός βαρύ τον πρόσμενε, θωρώντας 480 το χάρο ομπρός του· μια σπαθιά τού κατεβάζει εκείνος στο σνίχι, και πετάει μακριά κάρα μαζί και κράνο. Οχ τα σφοντύλια πήδηξε τότε όξω το μεδούλι, κι' εκείνος χάμου στρώθηκε μακρύς πλατύς στις σκόνες.

Κάθε κρότος Που όξω απ' το πύργο ακούεται, το χέρι εκείνο φέρνει Μέσ' 'ς της μπαρούτης το σωρό, και το χορό του φέρνει... Όξω απ τον πύργο αλαλαγμός· ήρθ' ο οχτρός, πλακώνει Μέσ' 'ς της μπαρούτης το σωρό το χέρι εκειό σιμώνει, Το χέρι εκειό με το δαυλί, το χέρι του Καψάλη. Με μιας αστράφτει και βροντά.

Άμ' άρχισε κι άκουγε ταχτικά κι απανωτά ρουχαλίσματα αποκάτω, τινάζεται απάνω, και στακροπόδια του περπατώντας πάει και καθίζει κοντά σε παράθυρο. Ανάβει ένα τσιγάρο και κοιτάζει όξω. Κοιμητήρι αυτή την ώρα τολοζώντανο το χωριό. Βασιλεμένο και το φεγγάρι, ξάνοιγες δεν ξάνοιγες τα μέρη της εξοχής γύρω, λιόδεντρα από χλωρασιές, βράχους από χαμόδεντρα.

Και τέτοια η λύσσα τους, που αδέρφιασαν Χριστιανοί και Τούρκοι ανήμερα και χύμιξαν ανακατωμένοι στης Εκκλησιάς την αυλή «να τη σπαράξουν τη σκύλα». Πού πια τώρα να τους εναντιωθή Εφημέριος, πού να δείξη στήθος Επίτροπος! Την έφεραν όξω σέρνοντάς την από τα μαύρα μαλλιά της.

Μα αφήκαν πανωφόρια διο κι' ένα σκουτί στο κάρο, 580 για να τυλίξει το νεκρό και πίσω ναν τον δώκει ναν τόνε παν στον τόπο του. Και κράζει σκλάβες όξω, τους λέει να πλύνουν το νεκρό, ναν τον αλείψουν λάδι, παρέκει κάπου, μην τυχόν και δει το γιο του ο γέρος. 583

Φούσκωσε η θάλασσα και θα με πνίξη. Λίγο λίγο. Πόσο έχω ακόμη; Να τελειώση αφτό το βάσανο πια. Όταν πεθάνω, θα πεθάνη κι ο φόβος μαζί μου. Έτσι θα γλυτώσω. Πού κοιμάται ο μουσαφίρης; Τέσσερεις ήμισυ. Να σηκωθώ! Κάπου να πάω. Να βγω όξω από το σπίτι, να μην είμαστε μέσα δεκατρείς. Μούδιασε η καρδιά μου και δεν μπορώ. Είμαι του Χάρου.

Οι χωρικοί καταλυπημένοι, ξαφνισμένοι από τ' ανεπάντυχο κακό, απόμειναν σαστισμένοι, ταμπλοβαρεμένοι. Ο νοικοκύρης του λινού, η γυναίκα του, τα παιδιά του, τα κορίτσια, ο σκύλος του, ο μεγαλόσωμος και κατσαρός σκύλος, με χαμηλωμένο κεφάλι, με θολά μάτια κι αυτός, εγώ, όλοι βγήκαμε όξω, τραβήξαμε στ' αλώνι.

Τι να κάμη ως τόσο, τόρριξε στο κρασί, κ' έτσι σα να μούδιασε η ματωμένη καρδιά του. Ο Δημήτρης ως τόσο σηκώθηκε νάβγη όξω. — Για πού; ρωτούν οι άντρες. — Να δούμε και τι χαμπάρια οι Τούρκοι. — Μα δεν είπαμε να μη δείξουμε πόλεμο; — Κι α δείξουν αυτοί; Κάποιος μας πρέπει να πάη και να δη το τι σκοπούς έχουν. Πηγαίνω εγώ.

Ήρθε ολότρεμη, δακρυσμένη, δεμένη η γλώσσα της, κ' έπεσε χάμου και στηθοδερνότανε σα μοιρολογίστρα. Μήτε λόγο η πλανταγμένη η Ασήμω. Σκυλοπνίγουνταν η ψυχή της μέσα σε λαβωμένης περηφάνειας φριχτή αγωνία. Μήτε φωνή, μήτ' αναστεναγμό δεν μπορούσε να βγάλη· παρ' αρπάζει τη μαγουλήκα της, το ρίχτει απάνω της, και πετιέται όξω.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν