Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025
Κι' απάνω στα ράφια μαύριζαν λίγες φυλλάδες η μια απάνω στην άλλη, σκεπασμένες με παχιά σκόνη ποιος ξέρει από τι καιρό, ένα μπρούζινο καλαμάρι μικρό και μια μαύρη παλιά καλογερική σκούφια. Ύστερ' από το δείπνο, πούταν λιάνωμα, ψημμένο βετούλι, βγήκαμε κ' εμείς στην αυλή όξω.
Είπε και φεύγει ο γέρος. Όσο να ισκιώσουν τα νερά κι' όσο να γείρη ο Ήλιος Απ' όξω απ' το παλάτι του αλαλαγμός κι' αντάρα.
Βγήκα στερνός από τη χαμηλή σιδερόπορτα του ξώτοιχου, σέρνοντας από το καπίστρι το μουλάρι μου κι ακολουθάμενος από ψηλόν ήμερο σκύλλαρο με οκνά μάτια και μαλλιά μακρύτατα παρδαλά. Όξω από το περιχύλι, που κατηφορνούσε χορταριασμένο το σιάδι κατά τη λαγκαδιά, ξάνοιξα μες το θαμπό φως της αυγούλας την καμπάνα του μοναστηριού, κρεμασμένην απάνου σ' ένα χιλιόχρονο πουρνάρι.
Τάφησα κ' εγώ που λες για την τελευταία στιγμή, Γιατ’ είπα μέσα μου : ό,τι έχω εγώ τη Βεργινίτσα μου!. . δεν πα να κουρεύωνται κ’ οι μεγάλες και τα Κούλουμά τους. . . » Και ξεγλίστρησε όξω απ’ την πόρτα.
Είπε ο λεβέντης Έχτορας, κι' όξω απ' το τειχοπόρτι ορμάει, κι' ο Πάρης έτρεχε μαζί του· και των διο τους μέσα τους γύρεβε η καρδιά να σφάξουν και να θύσουν.
Προσέθεσε: «Φίλε, πήγαινε να βρης τον Τριστάνο στο μεγάλο παραμελημένο δρόμο που πάει από το Τινταγκέλ στο Σαιν-Λουμπέν. Να του πης πώς δεν τον χαιρετώ, και μη τολμήση να με πλησιάση γιατί θα βάλω τους υπηρέτες και τους βαλέδες να τον πετάξουν όξω». Ο Περινίς έψαξε και ηύρε τον Τριστάνο και τον Καερδέν· τους είπε το μήνυμα της Βασίλισσας.
— Ένας στρατιώτης είχεν υποψίες· θαρρείς πως δεν είνε και καταδότες; ως που να τονε πλανέσω, εγώ ξέρω τι τράβηξα! — Οι μασκαράδες! είπεν ο 'γούμενος. Γρήγορα τώρα να ξεφορτώσουμε. Πέντ' έξη μουλάρια φορτωμένα ζάχαρες και πετρέλαιο εστέκουνταν όξω.
...Ανέβαινε ολοένα πυρωμένος ο ήλιος, φλογερός. Εζέστενε όξω τις στεριές, εξάστραφτε μέσα στα πέλαγα, έσβυνε και τον φαρδύν τον ίσκιο του Ταΰγετου. Εξύπνησε και τους τζιτζικάδες μέσα στο νησάκι, δίπλα μας, που καθισμένοι πάνω στις αμυγδαλιές μας εγλεντούσαν με τα τρυφερά τραγούδια τους.
Δέφτερος του Τυδέα ο γιος τινάζει το κοντάρι, 855 κι' η Αθηνά του τόμπηξε στου λαγγονιού την άκρη οπούχε τη φασκιά ζωστή· εκεί τον πετυχαίνει και τον τρυπάει, και τ' όμορφο κορμί του σακατέβει, κι' ύστερα πάλι όξω τραβάει το φράξινο κοντάρι. Κι' έσκουξε ο Άρης σαν εννιά ή σα χιλιάδες δέκα, 860 που σκούζουν όταν έρχουνται στα χέρια και χτυπιούνται.
Όχι! διχόνιες η θολή δε θέλει τώρα νύχτα, 65 θέλει φρουρά. Και λέω ας παν κι' όξω απ' το κάστρο βάρδιες κοντά ας πλαγιάσουν στο σκαφτό εδώ κι' εκεί χαντάκι. Στους νιους να τι είχα ναν τους πω. Κατόπι εσύ, Αγαμέμνο, άρχισε, πούσαι κεφαλή των βασιλιάδων όλων, και στρώσε τους των προεστών τραπέζι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν