Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Πώς ήλλαξε το πράγμα; Την Ροζαλίναν, που ως χθες την αγαπούσες τόσον, την ελησμόνησες ευθύς; Των νέων η αγάπη λοιπό δεν είναι 'ς την καρδιάν; 'ς τα μάτια μόνον είναι; Χριστέ και Παναγία μου! Διά την Ροζαλίνα τα μάγουλά σου τα χλωμά αυλακωμένα ήσαν! Τόσα πικρά σου δάκρυα επήγαν 'ς τα χαμένα, αφού ως και την πίκραν των την έχεις ξεχασμένην.
Χριστέ μου και Παναγιά μου! Τι μαύρες μέρες μας απαντέχουν και τι κακό μας ζυγώνει! Αμέ και τι νοιαζούμαστε γάμους, και δεν αρχινούμε τα μυρολόγια! Πώς δεν την αφίνουμε την αρχόντισσα να μυρολογάη και να δέρνεται, να συνηθίση κι αυτή κι εμείς για τα χερώτερα που μας έρχουνται. Μάτια τέσσερα, καημένε, λόγος να μη σου ξεφύγη.
— Η Παναγία θέλει να ζωγραφισθή ο ναός της, είπεν ο ηγούμενος. Διότι αληθώς τα χρήματα μετά φειδούς και οικονομίας απεταμιεύοντο προς τούτον και μόνον τον σκοπόν, τον καλλωπισμόν του ωραίου Καθολικού.
Έκαμα τριάντα πέντε χρόνια ακέραια σκλάβος και μέρα νύχτα έκανα το σταυρό μου και παρακαλούσα την Παναγιά να με γλυτώση από τα κακά χέρια και να γυρίσω στην Πατρίδα μου. Τέλος ο Θεός με λυπήθηκε κι' έστειλε ένα κακό θανατικό, που θέρισε όλους εκείνους τους κακούς ανθρώπους, που μ' είχαν σκλάβον αλευτέρωτο. Σ' αυτό απάνω ηύρα τον καιρό κι' έφυγα.
Κ' επειδή προ ετών είχε κάμει έξω, είχε πλουτίσει εκεί το υβρεολόγιό του· κήτο απ' αυτούς που τα τελευταία έτη έφεραν στην Κρήτη τις βλαστήμιες για το Χριστό, την Παναγία και το Σταυρό, πούσαν άγνωστες στην Κρήτη. Για να πάψη να πίνη, έπρεπε νάχη αρρωστήσει βαρειά. Φαινότανε πουντιασμένος. Έβηχε κείχε πυρετό και δύσπνοια.
Προσευχηθείτε στο Χριστό, προσευχηθείτε στην Παναγιά μας του Ριμέντιο…» «Μέσα μας βρίσκεται η γιατρειά» αποφάνθηκε η γριά. «Καρδιά πρέπει να έχουμε, τίποτ’ άλλο….» «Καρδιά πρέπει να έχουμε», μονολογούσε ο Έφις μπαίνοντας στο σπίτι των κυράδων του. Στην αυλή ησυχία παντού και ήλιος. Άνθιζαν τα γιασεμιά πάνω από το πηγάδι και τα κόκαλα των πεθαμένων ανάμεσα στη χρυσή χλόη του παλιού νεκροταφείου.
Ο Ντάνας είπε· — Κ' είδατε πως κατέβαινε, σαν καμαρωμένη νύφη. Κη τώρα ζαλίστηκε το πηδί· δεν πειράζει, περαστικά νάνε. Όταν συνήλθεν ο Στάθης, έκαμε τον σταυρόν του, εστράφη προς τους άνδρας, και είπε· — Τώρα, την Ψαρή την έταξα ασημένια στην Παναγία, και θα την δώσω. Μα, ως τόσο, ένα κατσικάκι, που μου βρίσκεται ακόμη απ' τα πρώτα γεννητούρια, αξίζετε, θα σας το θυσιάσω.
Διά τούτο ήτο γεμάτη αφιερώματα η Παναγία η Λημνιά! Παιδάκια, χεράκια, ματάκια, όλα ασημένια, εκρέμοντο εκεί εκ σχοινίου μεταξωτού οριζοντίως επάνω εις την εικόνα προσδίδοντα αίγλην και λάμψιν θαυμαστήν. Αλλά προ πάντων ασημένια καραβάκια και βαρκίτσαις ήσαν εκεί εν μέσω των αναθημάτων.
— Τι έπαθες, μαννού; Ηρώτησεν η νεάνις, στηρίξασα την κλονιζομένην γραίαν. Και έως ου δυνηθή ν' αρθρώση την απάντησίν της η γραία, ηκούσθη το τρίτον η βοή ως εξ αποστάσεως: — Να φύγης από το σπίτι γλήγορα! — Παναγία μου! εψιθύρισε κατακίτρινος η νεάνις. Και έκαμε τον σταυρόν της. — Πάμε, παιδί μου, πάμε, είπεν η γραία, συγκρούουσα τους οδόντας της ως εν πυρετώ.
Οι πλείστοι των ιερέων ηγνόουν την Ανάγνωσιν, αντί δε να κηρύττωσιν από του άμβωνος το Ευαγγέλιον διηγούντο παραμύθια εις τους πιστούς, πώς υπεστήριζεν η Παναγία διά των λευκών χειρών της τους πόδας των αγχονιζομένων κακούργων, οσάκις ούτοι είχον ανάψει κηρία προ των εικόνων της, και πως ίνα σώση από της αμαρτίας ευσεβή καλογραίαν ελάμβανε την μορφήν και την κλίνην της, εις ην εδέχετο αντ’ εκείνης τους εραστάς· πως οι απαρνούμενοι τον θεόν, αλλά μένοντες εις την Παρθένον πιστοί, εισήγοντο υπ’ αυτής κρυφίως εις τας μακαρίους μονάς και πως η ελεήμων Θεοτόκος παρείχεν εις τους ευσεβείς εραστάς φίλτρα και μαγικά ποτά, ίνα απολαύσωσι δι’ αυτών την ερωμένην των.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν