Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Συνήχθησαν μετ' ολίγον αρκεταί γυναίκες του χωρίου έντρομοι, με τας μανδήλας λυτάς, τυλιγμέναι 'ς τα σάλια, — πρωτοβρόχια Σεπτεμβρίου και ήτο υγρασία μεγάλη και ψύχρα εις την υγράν πολίχνην — βαστάζουσαι μπουκαλάκια με λάδι, βαστάζουσαι θυμιάματα και λαμπάδας. Η γρηά Μυρώδαινα είχε πέντε υιούς, όλους μπαρκαρισμένους. Έσπευσε με πέντε κεράκια να τ' ανάψη 'ς την Παναγία την Λημνιά.
— Φάτε, πιέτε, κοιμηθήτε, του είπε, και η παναγία της Ατόσσας, και ο αφέντης μας ο Άης-Αντώνης της Πάδοβας, και ο αφέντης μας ο Άγιος Ιάκωβος της Κομποστέλλας ας σας προστατέψουν. Θα ξανάρθω αύριο. Ο Αγαθούλης πάντα απορώντας για τα όσα είδε, όσα υπέφερε, και ακόμα περισσότερο για το σπλάχνος της γρηάς, θέλησε να της φιλήση το χέρι. — Δεν είναι το δικό μου χέρι που πρέπει να φιλήσετε, του είπε.
Επειδή δε ο κυρ-Στρατής ήτο ψάλτης του νεκροταφείου: — Θα είνε πεθαμένα! είπον. Εταράχθην. Διέκοψα την πρόποσιν, υποκριθείς βήχοντα· — Χριστός και Παναγία! βρε άλλε ! Είπεν ο κυρ-Στρατής, ως άλλη μήτηρ προστάτις. Αλλ' ήτο αδύνατον πλέον να ησυχάσω. Όμως προσεπάθουν να κρύπτωμαι όσον το δυνατόν. Οι άλλοι έτρωγον κ' έπινον.
Ο καπνός για να μη ξαναγυρίσω 'ς την πατρίδα. — Κύριε ελέησον! Επανέλαβεν ο φίλος μου. » — Παναγία μου Πορταΐτισσα! είπε και ο καπετάν-Μαμμής. Και ανέγνωσε πάλιν. «Ο παπά-Σεραφάκος εξηκολούθει ψάλλων τώρα τα μεγαλυνάρια: Την υψηλοτέραν των Ουρανών . . . Από των πολλών μου αμαρτιών . . . Δέσποινα και μήτερ του λυτρωτού . . . Άλαλα τα χείλη των ασεβών . . . Τότε έβαλον κραυγήν και έμεινα άφωνος.
Κύττα και συ! διέκοψε κατά τας τελευταίας αιτήσεις η δεομένη την παράκλησιν, και σπεύδουσα να εξέλθη και πάλιν επιστρέφουσα. — Δεν βλέπω, παιδί μου! υπέλαβεν ο γέρων. — Νά! εκεί δα εκείνα τα δυο πανάκια. Αχ! . . . Θα πέση επάνω 'ςτο Μπούρτσι! Νά, ο καπετάν Βγενιός! πιστίλι, μούσκεμα! Δεν του το είπα του βλουημένου!; . . . Και σταυροκοπουμένη και γονυπετούσα εδέετο. — Παναγία μου!
Φουμάριζε τον ναργιλέ του και το νου του στο καράβι. Όξω χαλούσε ο Θεός τον κόσμο, ο άνεμος ξερρίζωνε τα δέντρα, η θάλασσα έβραζε όξω, ο Μοναχάκης χαμπάρι. — Αφίνομε υγεία, ξάδερφε. Καιρός να σαλπάρωμε. Ο Μελιγκόνης έκανε το σταυρό του. — Έλα Χριστέ και Παναγιά. Βρήκες πάλι τον καιρό να ταξιδέψης, με την ισημερία! Ο Καπετάν-Μοναχάκης τίποτε. Δεν είχε βαστημούς.
Χριστέ και Παναγιά! Κωστ. Νάτα! Δε σου τάλεγα; Μπορεί τώρα ναρχινήσουμε και τα μυρολόγια. Κ' έτσι θα πουληθούν οι καρποί μας και θα βγάλουμε και παράδες. Σαρ. Αι, μάννα, εμείς πεινούμε. Πάμε ναλλάξουμε τώρα, κ' ύστερα τα μιλούμε και για τη Βαβυλώνα. Ο Θανάσης πήγε να κοιτάξη τα ζα, κι όπου να είνε θα μας φανή. Έλα, Κράλη, γιατί ξεκολλημό δε θα βρης Η ίδια. ΔΕΣΠΩ, ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ύστερα ΘΑΝΑΣΗΣ Κωστ.
Είχε μια σειρά κοραλλιών γύρω από τον μακρύ, κιτρινωπό και ρυτιδιασμένο λαιμό της. Δυο χρυσά σκουλαρίκια κρέμονταν στ’ αυτιά της σαν λαμπερές σταγόνες που δεν έλεγαν να πέσουν. Έμοιαζε να έχει ξεχάσει, γερνώντας, να βγάλει από πάνω της τα κοσμήματα αυτά της νιότης της. «Η Παναγιά μαζί σου θεια-Ποτόι. Πώς τα περνάτε; Το αγόρι έμεινε εκεί πάνω, αλλά απόψε θα γυρίσει.»
Η εικών αύτη είνε η Παναγία η Πορταΐτισσα, παριστώσα την Κυρίαν Θεοτόκον βαστάζουσαν εν αγκάλαις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.
Η δε Θωμαή, ζαλισμένη από την τρομακτικήν εκείνην αφύπνωσιν, απώθησε τας χείρας εκείνας αίτινες την περιεπτύχθησαν εις τον ύπνον της, τα χείλη εκείνα τα οποία την εφίλησαν εις το όνειρόν της, και εψιθύριζεν ακόμη εν ταραχή. — Παναγία μου! Πού είμαι;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν