Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Έτσι σα φόρεσε όλα της στο σώμα τα στολίδια, βγαίνει να σύρει, κ' έπειτα την Αφροδίτη κράζει χώρια απ' τους άλλους τους θεούς και της μιλά 'να λόγο «Μια χάρη, φως μου, σου ζητώ, και πες μου, θαν την κάνεις, 190 ή μήπως τάχα θ' αρνηθείς κι' έχει η καρδιά σου κάκια που εγώ βοηθάω τους Αχαιούς κι' εσύ βοηθάς τους Τρώες

Και του Δυσσέα τούδωκε ο ξακουστός Μηριόνης, 260 των Κρητικώνε ο στρατηγός, δοξάρι με σαΐτες και σπάθα· και του φόρεσε βοϊδοπετσένιο κράνος στην κεφαλή, που μέσαθες γερά 'τανε ραμένο μ' ένα σωρό λουριά, κι' εχτός γύρω σειρά 'χε δόντια ασπρόδοντου αγριογουρουνιού, κοντά κοντά με τέχνη βαλμένα· κι' είταν βολικά στη μέση φελπωμένο. 265 Απ' τον Ελιό ο Αφτόλυκος σε περασμένα χρόνια το πήρεόταν διαγούμισε τον πύργο τ' Αμυντόρουκαι τ' Αφιδάμα τόδωκε του Κυθηριώτη, κάτου στη Σκάντια.

Ο Κακαμπός πούχε δη πολλά τέτια, δεν τάχασε καθόλου. Πήρε το ράσο του Ιησουίτη, μα όπως του τόβγαζε, άρχισε να κλαίη. Αλλοίμονο! ό,τι φορούσε ο βαρώνος, το φόρεσε του Αγαθούλη, τούδοσε τον τετράγωνο σκούφο του σκοτωμένου και τον ανέβασε στο άλογο. Όλ' αυτά γίνανε σ' ένα λεφτό.

Και θάμα φόρεσε σκουτί που η Αθηνά της τόχε ψιλοδουλέψει και πολλά τούχε βαλμένα ξόμπλια· και με χρυσές το κούμπωσε στα στήθια ομπρός καρφίτσες. 180 Έπειτα τρίπετρα φοράει στ' αφτιά της σκουλαρίκια ροδόχρωμα, π' απ' την πολλή λαμποκοπούσαν χάρη.

Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ακούετε, σύντροφοι, ακούετε; Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ας ακολουθήσωμεν τον θόρυβον, όσον επιτρέπεται να προχωρήσωμεν να ιδούμεν πού θα παύση. Η αυτή πόλις. Δωμάτιον εν τοις ανακτόροις. Εισέρχεται ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ, η ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ, η ΧΑΡΜΙΟΝ και άλλοι υπηρέται. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Έρως! την πανοπλίαν μου· Έρως! ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Κοιμήσου ολίγον. Φόρεσέ μου τον οπλισμόν μου.

Κατόπι γύρω φόρεσε τα δίχουφτα στο στήθος τσαπράζα τ' αδερφού Λυκά, και τούρθαν στο κορμί του.

Η χρυσές κλωστές ξέβαψαν, αλλά όχι και η χρυσή τρίχα των μαλλιών σου». Η Ιζόλδη έρριξε μακρυά το μεγάλο σπαθί και πήρε στα χέρια τον επενδύτη του Τριστάνου. Είδε τη χρυσή τρίχα και σώπασε ώρα πολλή. Έπειτα φίλησε τον πληγωμένο στα χείλη, για σημείο ειρήνης, και του φόρεσε τα πλούσια ρούχα του.

Περίμενε, περίμενε ένα μήνα, δυο, τρεις, ένα χρόνο, έγειναν τρία σωστά χρόνια, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά! Στο τέλος είδε κι' απόειδε, πήρε ένα σακκούλι στον ώμο του, φόρεσε την κάππα του από το ένα το μανίκι και τράβησε για την Ξενιτειά, έχοντας για μόνο του σύντροφο ένα μακρύ δικανίκι.

Το έγκλημα με μάλαμμα απ' έξω σκέπασέ το, κ' επάνω του συντρίβεται του Νόμου το κοντάρι χωρίς αυτό να εγγιχθή. Κουρέλια φόρεσέ το, και μ' ένα τσάκνο το τρυπά κι' ο νάνος πέρα πέρα! Κανείς δεν είναι ένοχος! Κανείς, κανείς σου λέγω. Κανείς δεν πταίει! Όλους των εγώ τους δικαιώνω. Άκουσ' εμένα· επειδή την δύναμιν την έχω, εάν κανείς κατηγορή, το στόμα να του κλείσω.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν