United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν τον είδα να γελάση, αλλ', απεναντίας, εμειδία συχνάκις. Το μειδίαμά του όμως εφαίνετο προερχόμενον όχι εξ ευθυμίας, αλλ' εξ αβροφροσύνης και ευγενείας. Δεν εμειδίων ομού με τα χείλη και οι οφθαλμοί του. Διαρκούντος του γεύματος η ομιλία περιεστράφη, ως εικός, εις τα περί της νήσου.

Εγώ άμα τον είδα, που τα έχασε: θάρρος, του είπα, Κλεινία, και απάντησε χωρίς συστολήν ό,τι σου φαίνεται το ορθότερον· ίσως απ' αυτό να βγη ανυπολόγιστος ωφέλεια για σένα. Εν τω μεταξύ όμως ο Διονυσόδωρος έσκυψεν ολίγον και μου είπε εις το αυτί, ενώ ολόκληρον το πρόσωπον του εμειδία: — Και μολαταύτα σου προλέγω, Σωκράτη, πως ό,τι και να απαντήση ο νέος θα πέση έξω.

Άπειρος κενοδοξία εικονίζετο επί του προσώπου του μετά κοπώσεως και ανίας. Το όλον του προσώπου του ήτο φρικώδες και βάναυσον. Ο όχλος εκραύγαζε: Χαίρε, θεσπέσιε! χαίρε, νικηφόρε! χαίρε, ασύγκριτε! υιέ του Απόλλωνος! Άπολλον, χαίρε! Εκείνος εμειδία.

Τώρα ήλθεν η σειρά του Πετρωνίου να εκπλαγή· δεν επερίμενε ποτέ να ακούση στίχον του Ομήρου εξερχόμενον από το στόμα κόρης, της οποίας ο Βινίκιος του είχε διηγηθή την εκ βαρβάρων καταγωγήν. Παρετήρησε λοιπόν την Πομπονίαν με ύφος ερωτηματικόν, αλλ' αυτή εμειδία βλέπουσα την υπερηφάνειαν, ήτις έλαμπεν εις το πρόσωπον του συζύγου της.

Ο πατήρ μου εμειδία δυσπιστών, ουδ' υπήρχε τω όντι πολλή πιθανότης, μετά τοσούτου χρόνου παρέλευσιν, εν τω μέσω της γενικής εκείνης ανεμοζάλης και της παντελούς σχεδόν διακοπής των δυσκόλων τότε συγκοινωνιών, να επιτύχη η απόπειρά μου.