United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφίνει ήσυχο το βοσκαρούδι, να κάνη τη δουλιά του· να στέλνη την καλημέρα της άμοιρης μάνας του... — Ντε! Ψαρή μ' ντεεεέ! πάρ τα ξερά σου!.. — Με καιρό ύστερα, οπού λες, θάταν φαίνεται Μεγάλη Σαρακοστή, που νηστέβουμε εμείς στα χωριά, γιατ' είχε καιρό πια να κυλήση αρνί της σπηλιάς το νερό για τη χήρα του Νάκο-Μήτρα, κ' είχε καιρό να κυλήση την καλημέρα στην καλή τη Ζαχαρούλα.

Με απόφασι κοινή, Και πολλήν υπομονή Το αμπέλι κατασκάφτουν· Άσπρα ωστόσο δεν ξεθάφτουν. Κι' η δουλιά τους η πολλή 635 Το υποστατικό ωφελεί, Που καινούργια αγγιά αγοοάζουν· Τα κρασιά τους εισοδιάζουν. Αφοντότες αρχινούν, Μ' άλλα μέτρα κι' άλλο νουν, 640 Τη δουλιά να προτιμήσουν, Κι' ευτυχή ζωή να ζήσουν. Όπιος οκνεύει Και δε δουλεύει, Αυτός γυρεΰει Να δυστυχάη.

Εθύμωσα κ' εγώ, εχάλασενε, μαθές, η καρδιά μου κ' εχάλασενε και η δουλιά. Να αγάπες!

Βλέπεις πως ύστερ' απ' αυτή τη δουλιά μήτ' εκείνες πια τους αποφεύγουν, μήτ' εκείνοι κουράζονται κυνηγώντάς τες, παρά από δω και πέρα, σαν να δοκιμάζουνε την ίδια γλύκα, βόσκουνε μαζί; Πολύ γλυκιά, καθώς φαίνεται, είναι η δουλιά και νικάει την πίκρα του έρωτα.

Θέλει αυτή τη δουλιά να τηνε κερδήση χωρίς άλλο και για τη φιλοτιμία τουκαθώς λέεικαι για να μπη στη μύτη του εχθρού του τού Κοντοπάνη, οπού τον εκατάτρεξε περισσότερο από κάθε άλλονε. Με όλη του όμως την τέχνη, βλέπει τον γαμπρό να παραδέρνη σαν το νερό, στα ενάντια ρεύματα, και αποφασίζει να βάλη εις ενέργεια τα μεγάλα μέσα, ό,τι τέχνασμα και κατεργαριά του έλθη στο νου.

Στα γεννάκια σου όσαις τρίχες Τόση γνώσι, Τράγε, αν είχες, Πριν εμπής θα συλλογιόσουν, 745 Πώς απαύτου θα τραβιόσουν. Σε κάθ' έργο και δουλιά σου, Που θελά καταπιαστής, Μη ποτέ αρχινάς 'με βιά σου, Πριν το τέλος στοχαστής. 750 Όλοι εύκολο, θαρρούμε Κάθε είδος στην αρχή, Μόνε ύστερα απαντούμε Δυσκολίας ταραχή.

Τ ζ ί ν τ ζ ι ρ α ς κ α ι Μ υ ρ μ ή γ κ ι. Ανάμεσα στα φύλλα του φουντωτού φτελιά, Του δροσερού Πλατάνου, μ' ασίγητη λιαλιά, Το καλοκαίρι όλο ο Τζίντζιρας περνάει, 125 Λαλόντας πάσα ημέρα, μήτ' άλλο μεριμνάει. Ο Μύρμηγκας ωστόσο σ' αδιάκοπη δουλιά, Θροφή για το χειμώνα συνάζει στη φωλιά.

Απέ η φωτιά σα χώνεψε και φάγανε τα σπλάχνα, λιανίζουν τ' άλλα κρέατα και τα περνάν στις σούγλες, 465 τα ψήνουν όμορφα, όμορφα κι' απ' τη φωτιά τα βγάζουν, Και τη δουλιά σαν τέλιωσαν και τοίμασαν τραπέζι, τρων, και δε λείπει τίποτα που να ποθεί η καρδιά τους.

Έπειτα απ' όξω χάραξαν χαντάκι ομπρός στο κάστρο 440 βαθύ μεγάλο διάπλατο· και τούμπηξαν παλούκια. Αφτά λοιπόν μαστόρεβαν οι άκουροι οι Αργίτες. Και κάθουνταν τότε οι θεοί στον αστραποτινάχτη Δία κοντά, και τη δουλιά θωρούσαν τη μεγάλη των χαλκαρμάτωνε Αχαιών.