Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Εις μίαν στιγμήν έμεινε καθήμενος, με τας χείρας στηριγμένας επί της κιθάρας και με την κεφαλήν σκυμμένην, έπειτα ηγέρθη αποτόμως και είπε: — Εκουράσθην και έχω ανάγκην αέρος. Ας χορδίσουν την κιθάραν. Και ετύλιξε τον λαιμόν του με μεταξωτόν μανδήλιον. — Έλθετε μετ' εμού, είπε στραφείς προς τον Πετρώνιον και τον Βινίκιον, καθημένους εις τινα γωνίαν της αιθούσης.
Το επί της κεφαλής της Ψαριανής πράσινον μανδήλιον μεταβάλλεται εις κομψόν Σμυρναϊκόν κεφαλόδεσμον, η μαύρη της κόμη μεταβάλλεται εις ξανθήν, και δύο γαλανοί οφθαλμοί προσηλούν επ' εμού απερίγραπτον βλέμμα.
Με την χλαίναν του εκάλυψε τα νώτα αναλαβών αυτήν από του βράχου, και κατεβίβασε το βρακίον, περιενδύσας τας γυμνάς κνήμας του. Τας περικνημίδας και τα υποδήματα είχε καταλίπει εις την λέμβον. Εξεσφενδόνισεν εις την θάλασσαν το μανδήλιον και τα όστρακα μετά μίσους και αποστροφής, ως τι κατηραμένον πράγμα. Ο ήλιος μετ' ολίγον έδυεν.
Φυσά μόνον και αερίζεται με το μανδήλιόν της, αισθάνεται δε ακαταμάχητον όρεξιν να εξορύξη τους οφθαλμούς του Κυρίου Σουσαμάκη, όστις τέλος, αφού μάτην προσεπάθησε να προσθέση μερικάς λέξεις, ουδέν άλλο εύρε να είπη, ή μόνον· — Καλήν νύκτα σας, . . . μας συγχωρείτε, Κύριε Διευθυντά . . . δεν είνε έτσι; Οι δύο σύζυγοι ένευσαν εκ συμφώνου, ως αυτόματα, την κεφαλήν, και ο Σουσαμάκης ανεχώρησε.
Δεν είνε απολύτως ασκεπής την κεφαλήν, όπως τον παριστώσιν οι ζωγράφοι, διότι το να οδοιπορή ασκεπής με τον καύσωνα της Παλαιστίνης θα ήτο αδύνατον, αλλ' απλούν λευκόν μανδήλιον φέρει περί την κόμην.
— Δόσε του Κυρίου Κωστή, . . εξακολουθεί η οικοδέσποινα. — Όχι να μου τα δώση κυρά, όχι! 'Σ το μανδήλι να τα ρίξη, παρακαλώ. Αυτά είνε χρήματα ιερά, και εγώ δεν τα πιάνω εις το χέρι μου. Ο Νικόλας αποθέτει εις το μανδήλιον το πεντόφραγκον, ατενίζων εκφραστικώτατον και γνώριμον βλέμμα επί τον ευσυνείδητου ερανιστήν, όστις αποχαιρετά και απέρχεται.
Η Μόρφω, λευκή και ωχρά, με τα μαύρα φουστανάκια της, και με το μαύρον μανδήλιον το σκεπάζον τα ξανθά της μαλλιά, ήτο κατηφής, κ' ενεθυμείτο το περυσινόν Πάσχα, όταν έζη η μήτηρ της. Η ατυχής γυνή είχεν αποθάνει από την γένναν της, το παρελθόν θέρος, και το βρέφος μετ' αυτής.
Ανεκάθισεν ιδρωμένος εις το στρώμα του, ενώ δ' έσφιγγε περί το μέτωπον το εν τη αγωνία του ονείρου λυθέν μανδήλιον, έλαβεν απόφασιν ηρωικήν. — Θα την πάρω, ανέκραξε! Το χρεωστώ εις τον σωτήρα μου. Πρέπει να εκτελέσω το καθήκον μου, να καθησυχάσω την συνείδησίν μου!
Η ψυχή του ήτο συντετριμμένη υπό το βάρος των σκέψεων τούτων, νεκρική ωχρότης ηπλούτο εις το πρόσωπόν του και το σώμα του επάγωνε. Του εφαίνετο ότι η Λίγεια ήτο ήδη νεκρά και ότι ο Χριστός τους παρελάμβανεν ήδη αμφοτέρους πλησίον του. Τέλος ο πραίφεκτος έρριψεν επί της άμμου μανδήλιον ερυθρόν.
Ήθελα οι οφθαλμοί μου να μη έβλεπον ποτέ το φως του ηλίου! . . Δυστυχία μου! . . Ουαί! Ουαί! Υψώσας την φωνήν εξέπεμπε σπαρακτικάς κραυγάς. Αλλ' ο Πετρώνιος αιφνιδίως απεφάσισε να ρίψη τον κύβον και να παίξη την τύχην του διά μιας. Τείνας την χείρα, απέσπασε ταχέως το μανδήλιον, το οποίον ο Νέρων είχε περί τον λαιμόν του, και το έθεσεν επί του στόματός του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν