Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Δεν γνώριζα αν στέκονταν ορθό το σπίτι μου κι' αν η.... δεν πήρε άλλον άντρα. Όσο για τους γοναίους μου, είμουν παραβέβαιος ότι είχαν πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια, γιατί είταν γερόντοι άνθρωποι και δε μπορούσαν να ζήσουν πλειότερο. «Γι' αυτό, ψες ήρθα νύχτα και δεν έρριξα κάνα ντουφέκι σαν ξενιτεμένος.
Ο Ξενιτεμένος μας, βλέποντας ότι η γυναίκα του κοιμάται με άλλον άντρα, έγεινε έξω φρενών, σηκώθηκε κρυφά-κρυφά με μια μαχαίρα στο χέρι για να τους σκοτώση και τους δυο εκεί που κοιμώνταν στο ίδιο προσκέφαλο, αλλά τη στιγμή, που θα έμπηχνε τη μαχαίρα απάνω τους, τούρθε η τρίτη συμβουλή στο νου του: «&Τη δουλειά, που μέλλεις να κάνης θυμωμένος άφησε τη γι' αύριο&»
Ο Ξενιτεμένος μας, βλέποντας τι τύχη του έφεραν οι δύο οι συμβουλές, που η μια τον γλύτωσε από τον θάνατο κι' η άλλη του έδωκε χίλια φλωριά, έγεινε άλλος από την χαρά του, και συχώρεσε τα πεθαμένα του αφεντικού του, που του πούλησε τόσο φτηνά τέτοια πολύτιμη συμβουλή. Τέλος πάντων εξακολούθησε το δρόμο του και σε κάμποσες μέρες έφθασε στον τόπο του και στο χωριό του.
Ακούοντας αυτόν τον λόγο, σκόρπισαν όλοι από το φόβο τους και μόνον ο Ξενιτεμένος μας έμεινε στο δρόμο του. Θέλησε και αυτός να παραδρομήση, σαν τους άλλους, αλλά τη στιγμή, που έκανε να βγη από το δρόμο, τούρθε στο νου η πρώτη συμβουλή: «&Μη βγαίνης ποτέ από τον ίσιο δρόμο&», κι' είπε μέσα του: — Εγώ δούλεψα εφτά χρόνια γι' αυτή τη συμβουλή και να μην την ακολουθήσω; θα είναι κρίμα.
— Τι λέγαμε στην αρχή;... Α! λέγαμε ότι η κάκω η Μήτραινα έσφαξε την πλειο παχειά της κόττα, τη ζεμάτησε τη μάδησε και την έβαλε να βράση ακέρια, σιγύρισε το σπιτοκάλυβό της, έστρωσε στην κορφή της παραστιάς την πρόκοβα της τη νυφιάτικη, έδεσε στην κρικέλλα τη σκύλλα της και περίμενε να ξημερώση του Άη — Γιαννιού, για νάρθη ο ξενιτεμένος της....
Ο Ξενιτεμένος είναι άγιο πράμμα, που σέρνει το σεβασμό και την αγάπη των χωριανών κι' όλου του κόσμου πέρα και πέρα. Τη στιγμή εκείνη το σπίτι μου ώμοιαζε κρινί μελισσιών, στον καιρό του καλοκαιριού, που μαζεύονται στη θύρα και μπαινοβγαίνουν τα μελίσσια.
Κι' έτσι τον άφησαν αυτόν κι' έπιασαν όλους τους άλλους και τους πήραν ότι κι' αν είχαν. Ο Ξενιτεμένος μας τράβησε το δρόμο του, όπως είπαμε, κι' έφτασε το βράδυ σ' ένα σταθμό. Εκεί έμαθε, ότι οι σύντροφοι του, άλλοι σκοτώθηκαν κ' άλλοι ληστεύτηκαν και δεν γλύτωσε κανένας από τους κλέφτες. Μανθάνοντας αυτό έκανε το σταυρό του, δόξασε τον Θεό κι' είπε μέσα του: — Να το θάμα της πρώτης συμβουλής!
— Σαν ποιος νάναι, μωρές γυναίκες, αυτός ο άνθρωπος; Είπε μια. — Ξέρω κι' εγώ; Είπε άλλη. — Σ' αφίνει το έρμο το σκοτάδι να ιδής; Είπε πάλι μι' άλλη. — Νάναι τάχα καένας ξενιτεμένος; Είπε άλλη μια πάλι. — Να είταν ξενιτεμένος· είπε μια άλλη, δε θάρριχνε καένα ντουφέκι, άμα μπήκε στο σύνορο του χωριού μας; Τι διάτανο; Ντίπου στα κρυφά θα μας έρχονταν;
Αφού είδε κι απόειδε, κατάφερε τέλος και τον πήραν εργάτη σ' ένα σιδερόδρομο, με δυο τρία φράγκα την ημέρα. Δεν είναι προκοπή αυτή! Ο ξενιτεμένος θυμάται το χωριό του και αποζητά το σπίτι του πατέρα του, της μάννας του το χάδι, το ψωμί το σπιτίσιο, το καλό κρασί του αμπελιού τους. Σα να μην τα χάρηκε αρκετά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν