Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Μου τα πήρε και τα ένδεκα. Ο ανδράδελφός μου γύρισε και του είπε·Τώρα δεν έλεγες πως θα πέσουμε πολλοί; — Μα αφού μας παίρν' η βάρκα! απελογήθη ο αμαξάς· η βάρκα χωρεί, εσάς τι σας μέλει; Είχαν ιδεί πως δεν είχα πλέον άσχημα συμπτώματα, η όψι μου φαίνεται να είχε σιάξει και δεν έδειχναν μεγάλο φόβο. Η ανδραδέλφη μου μού έρριξε μια ματιά, σαν να μ' ελυπήθη.

Η κόρη ήθελε να τον ερωτήση πού ήτο ο πατήρ της, αλλ' ηδέσθη και δεν τω απέτεινε τον λόγον. Διότι ο σκοπός δι' ον εζήτει τον Πρωτόγυφτον ήτο ένοχος και δεν ηδύνατο να τον εκφράση. Επεθύμει να πέμψη αυτόν εις το μοναστήριον, όπως μάθη τι απέγεινεν έν πρόσωπον, υπέρ ου εμέριμνα. Ελυπήθη διότι δεν εύρισκε τον Πρωτόγυφτον.

Και ενώ προηγουμένως είχεν αποφασίσει, διερχομένη εκ του κρεοπωλείου, να προμηθευθή και ολίγον κρέας και ολίγον χοιρινόν, ήδη τόσον ελυπήθη, ώστε επανήλθεν εις την οικίαν με κενάς τας χείρας και μόνον κατεγίνετο να κομίση εις τον φούρνον το Χριστουγεννιάτικο ψωμί, όπερ εύρε «γινόμενο» και την «κοκκώνα», το εξ άρτου εκείνο με το λευκόν ωόν ανθρωπάριον, δώρον των Χριστουγέννων προς τον αναμενόμενον υιόν της.

Όταν δε αιφνιδίως εισήλθε κάποιος με λύχνον, εφάνη ο Αλκιδάμας προσπαθών να γυμνώση μίαν αυλητρίδα και να την βιάση. Ο δε Διονυσόδωρος εφωράθη ότι είχε πράξη άλλο γελοίον• όταν εσηκώθη έπεσεν εκ του κόλπου του ποτήριον• δικαιολογούμενος δε είπεν ότι κατά την στιγμήν της ταραχής του το έδωκεν ο Ίων διά να το φυλάξη να μη χαθή, και ο Ίων τον ελυπήθη και δεν ηρνήθη ότι ούτω συνέβη το πράγμα.

Διά τούτο ο Γεωργάκης της Λιμπέρταινας δεν ελυπήθη τόσον, όταν έμαθε τον θάνατον της μητέρας του, όσον τώρα, οπού εξημέρωνε το ψυχοσάββατον, το πρώτον ψυχοσάββατον, μετά τον θάνατόν της. Η σκούνα, με την οποίαν εμπαρκάρισεν ως ναύκληρος, ήτο αραγμένη εις μίαν έρημον ακτήν, παρά την είσοδον του Ελλησπόντου, από παρακαιρόν.

Την αυγήν ένας χωρικός επέρασε και είδε το παπί παγωμένον εκεί και το ελυπήθη. Επάτησε λοιπόν επάνω εις το κρυσταλλωμένον νερόν, έσπασε τον πάγον με το υπόδημά του και επήρε το παπί εις την καλύβην του, να το δώση της γυναικός του. Εκεί εις την ζέστην εζωντάνευσε το ταλαίπωρον.

Όταν εξύπνησαν το πρωί και ηύραν την κλίνην της Αϊμάς αδειανήν, ηπόρησαν, και ήρχισαν να σταυροκοπούνται. Την επερίμεναν έως το μεσημέρι, αλλά πούποτε δεν εφάνη. Τότε ο γέρο Γύφτος έστειλε τους δυο υιούς του δεξιά και αριστερά, αλλά δεν ειμπόρεσαν νανακαλύψουν τίποτε. Ο Τρανταχτής, όστις ειξεύρει όλα τα μυστικά των, τους ελυπήθη και ανέλαβε να φροντίση.

Αυτά τα σκώμματα απευθύνω, ως ο Μώμος, προς τον εαυτόν μου• και μα τον Δία, είνε περιττόν να προσθέσω το επιμύθιον διότι βλέπετε πόσον ο μύθος μου ταιριάζει. Εάν είπω ανόητα, η μέθη είνε αιτία• εάν δε φανούν συνετοί οι λόγοι μου, άρα ο Σειληνός μ' ελυπήθη και μ' ενέπνευσε. Η περί της αποφράδος, κατά Τιμάρχου. Ότι δεν εγνώριζες την λέξιν αποφράδα είνε ολοφάνερον.

Ηδυνάμην να υποδείξω την γραίαν εκείνην αρχόντισσαν, ήτις, κρύπτουσα υπό ράκη το κάλλος της, περιήλθε τότε ως επαίτις τα ενδότερα της Ανατολής προς αναζήτησιν του τέκνου της• και ο θεός την ελυπήθη, και επέστρεψε με το τέκνον της εις την αγκάλην.

Τρέχει μέσ' το εκκλησάκι, περνάει το χορό, φθάνει στην τζαμαρία του ιερού, πιάνει το παράθυρο, το ανοίγει και πηδάει στο γκρεμό... Καλλίτερα αυτό το πήδημα παρά ο θάνατος στη φωτιά, μπροστά σ' εκείνη τη συνάθροισι. Αλλά, μάθετε, Άρχοντες, ότι ο Θεός τον ελυπήθη. Ο άνεμος πιάνεται στα ρούχα του, τον σηκώνει και τον αποθέτει σε μια πλατειά πέτρα στα πόδια του γκρεμού.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν