United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΜΕΝΑΛΚΑΣ Μην εύχεσαι για κτήμα μου του Πέλοπος τη χώρα μηδέ 'δικό μου θησαυρό το βιος του Κροίσου νάχω και μηδέ καν να ξεπερνώ στο δρόμο τους ανέμους· μα ευχήσου με να τραγουδώ κάτω απ' το βράχο τούτο, να σ' αγκαλιάζω βλέποντας ταρνιά μου μαζωμένα, που βόσκουνε στ' ολόδροσο Σικελικό ακρογιάλι.

Βλέπεις πως ύστερ' απ' αυτή τη δουλιά μήτ' εκείνες πια τους αποφεύγουν, μήτ' εκείνοι κουράζονται κυνηγώντάς τες, παρά από δω και πέρα, σαν να δοκιμάζουνε την ίδια γλύκα, βόσκουνε μαζί; Πολύ γλυκιά, καθώς φαίνεται, είναι η δουλιά και νικάει την πίκρα του έρωτα.

Συνήθισα τα βόιδια μου ν' ακολουθούνε το σκοπό του σουραυλιού και να τρέχουνε στο λάλημά του κι αν βοσκούνε κάπου μακριά. Να, πάρε το σουραύλι ετούτο, παίξε το σκοπό εκείνο, που κάποτε είχα μάθει του Δάφνη κι ο Δάφνης εσένα· και για τα κατοπινά θα φροντίσουν το σουραύλι και τα βόιδια εκεί πέρα.

Κ' εκείνα κείτονταν όλα χάμω χωρίς να βόσκουνε, μήτε να βελάζουνε, μα, θαρρώ, το Δάφνη και τη Χλόη, που είχανε γίνει άφαντοι, πιθυμούσαν. Όταν λοιπόν εφάνηκαν και τους εφώναξαν όπως πάντα κ' έπαιξαν το σουραύλι, τα πρόβατα, αφού εσηκώθηκαν, έβοσκαν και τα γίδια επηδούσανε βελάζοντας σαν να χαίρονταν για τη σωτηρία του αγαπημένου τους γιδάρη.

Κι απ' την ώρα εκείνη, τρέχει και τρέχει το αίμα, κι ακόμα, πού να χορτάσης! Κιοπόγλου, ταυτί σου δε δρώνει! Τράβα το τσιμπούκι σου, κ' έννοια σου! Τι έχεις να σκοτιστής; τι να φοβηθής; Τα πρόβατά σου βόσκουνε μοναχά τους. Ως και το γάλα τους μοναχά τους το φέρνουν. Και το μαλλί τους χαζίρικο τόχεις. Ανάμεσά τους κουρεύουνται και σου το κουβαλούν. Γνωστικά πρόβατα, μα και συ, θαρρώ, γνωστικώτερος.

Όποτε περπατώ σ' αυτό εδώ το πάρκο, αισθάνομαι πάντα ότι δεν είμαι γι' αυτήν τίποτε παραπάνω από τα κτήνη, που βόσκουνε στην πλαγιά ή το κολλητσόχορτο, που ανθίζει στο χαντάκι. Τίποτε δεν είναι πιο φανερό παρ' ό,τι η Φύση μισεί το μυαλό. Η σκέψη είναι το ανθυγιεινότερο πράμα στον κόσμο και οι άνθρωποι πεθαίνουν απ' αυτήν απαράλλακτα καθώς από όποιαν άλλην αρρώστεια.

Άρχισε, Δάφνι, να μας 'πής, βουκολικό τραγούδι, άρχισε πρώτος, κ' ύστερα μας τραγουδεί ο Μενάλκας· βάλετε τα μοσχάρια σας κάτ' από τις 'γελάδες, βάλετε και τους ταύρους σας στις άγονες ακόμα. Εκείν' ας βόσκουνε μαζί στα φυλλωμένα χόρτα χωρίς να ξεμακραίνωνται καθόλου απ' το κοπάδι, και συ τραγούδι αρχίνησε βουκολικό τραγούδι κ' έπειτ' αποκρινάμενος τραγούδι ας 'πή ο Μενάλκας.

με την κοιλάδα εμέ η ζωή και την πλαγιά αδερφή δε φτάνει μήτε ως όνειρο το ψήλος σου να γγίση· ω ας ήταν τη γαλήνη της μονάχα μια κορφή και στο δικό της δειλινό ροδόχρωμη να χύση Σιγά η πηγή στη λαγκαδιά κυλά μες στα χαλίκια, σιγά κι αργά τα ισκιώματα γλιστρούν του δειλινού στα θάμνα σκόρπια βόσκουνε πηδώντας τα κατσίκια στο βράχο τον ορθόψηλο του απόγκρεμνου βουνού.

Κι αφού άγγιξε και τα δυο παιδιά με μια σαΐτα, τα πρόσταξε να βόσκουνε στο εξής ο ένας τα γίδια κ' η άλλη τα πρόβατα. Όταν είδαν το όνειρο αυτό, πικραίνονταν πως θα γίνουν κ' εκείνα τσοπάνηδες, ενώ τα σπάργανά τους μηνούσαν καλλίτερη τύχη, για τούτο και τάθρεφαν με πιο διαλεχτές θροφές και τα μάθαιναν γράμματα κι' όλα τα καλά που ήτανε στην εξοχή.