Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Πέρασε κ' ένας σταυραετός, πέρασε απάνω-απάνω, Και σαν να 'νοιάστηκε κι' αυτός την ωμορφιά της κόρης, Χαμήλωσε ως τον ποταμό κ' αρπάζει την ποδιά της, Τη λαχουριά της την ποδιά, τη χρυσοκεντημένη, Πούχε ξομπλιάσει απάνω της τον ουρανό με τάστρα. Και σκούζ' η άμοιρη Μαριώ και κλαίει την ποδιά της. Ο σταυραετός μεσουρανίς χάθηκε μέσ' 'ς ταστέρια.

Σαν ξύπνησε, αφοκράζεται κι ακούει σπαραχτική φωνή σα νάβγαινε απ τον Αδη. — Γιατί να με θάφτε ζωντανόοοο! γιατί να με θάφτε ζωντανόοοο!... Ξαφνικά κι απάντεχα κρι-ι-ίκ! κρα-α-κά! βλέπει την πόρτα της νανοίγη διάπλατη απόξω, αφού είχε βαλμένη διπλή την αμπάρα μέσαθε. Ανοίγει η πόρτα και τι βλέπει η άμοιρη Λιακού, συφορά της! Τον άντρα της, ακούς· τον άντρα της!

Ούτε γνωρίζω πια θεόν κανένα να του πάμε θυσίες, να συγκινηθή και να μας εισακούση. Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Ένας μονάχα θάκανε το θαύμα, αν εζούσε ο γυιός του Φοίβου Ασκληπιός• αυτός και πεθαμμένην την άμοιρη βασίλισσα μπορούσε ν' αναστήση κι' από τον Άδη εις την γην να μας την φέρη πίσω. Γιατί πριν μ' ένα κεραυνό ο Ζευς να τον σκοτώση πολλούς νεκρούς ανάστησε από τον κάτω κόσμο.

Τότες του Δία θύμωσε η κόρη και της είπε «Μη μ' ερεθίζεις, άμοιρη, κι' απ' το θυμό σ' αφήκω, «και τόσο σ' οχτρεφτώ όσο πριν σ' αγάπησα περίσσα, 415 και πλέξω τρομερούς σκοπούς ανάμεσα στους διο τους, τους Τρώες και τους Αχαιούς, κι άσκημα εσύ τελειώσεις

Μες της μάβρης φτώχιας τα χάδια και της ορφάνιας τον πικρό καημό αναστήθηκε. Κρυφή χαρά της είχε να ξεδουλέβη το στερεμένο το ψωμάκι της. Να γεροκομάη τη γριά τη μάνα της·τη μόνη αγάπη και ακριβή που είχε η άμοιρη στον κόσμο. Να οικονομάη, να υφαίνη τα προικιά της τα καλά, μέσα στα μακρυνά νυχτέρια του χειμώνα·το μόνο όνειρό της το παρθενικό.

Τώρα μέσα σ' τανάκτορα ψυχομαχεί• γιατ' ήρθε η μέρα που ήτανε γραφτό στον Άδη να κατέβη, κ' η δούλες της τήνε κρατούν στα χέρια ως να πεθάνη• τώρα κ' εγώ φεύγω μακρυά απ' ταγαπημένο σπίτι μήπως η θέα του νεκρού την όψι μου μολύνει, γιατί δεν κάνει ένας θεός νεκρόν να αντικρύζη. Α, να κι' ο Θάνατος. Εδώ τον βλέπω να προβαίνη, για να την σύρη γρήγορα στου Άδου τα παλάτια την άμοιρη βασίλισσα.

Αχ! δίκηο έχει, ο καϋμένος, ο Λυρίγκος . . . «Όλο κοριτσούδια, το έρμο, όλο κοριτσούδια!» . . . Και τι ξαλάφρωμα θα ήτον τώρα γι' αυτόν, για την άμοιρη τη γυναίκα του, να του τώπαιρνε τώρα, ο Μεγαλοδύναμος! . . . αυτό καν πούνε μικρό, και δεν έχει ν' αφήση μεγάλον καϋμό 'πίσω του!

ΑΛΚΗΣΤΙΣ Δεν βλέπεις; Κάποιος έρχεται κοντά μου να με πάρη. Εις στα παλάτια των νεκρών κάτω σιγά με σέρνει είναι θεός με τα φτερά. Τα μάτια του πετούνε κάτω από τα βλέφαρα αγριεμμένο βλέμμα. Α, άφησε με, άφησε. Τι θέλεις να με κάμης; Τι δρόμος τάχα η άμοιρη είναι αυτός που παίρνω; ΑΔΜΗΤΟΣ Είναι ο δρόμος θλιβερός για όσους σ' αγαπούνε για τον φτωχό σου σύζυγο, για τα παιδιά που κλαίνε.

Κ' είχε και κάτι μικρούτσικα αυτάκια ροδοκόκκινα σαν κορίτσι και τα δόντια του, όταν γέλαγε, ασπρίζανε σαν το ρύζι κάτω απ’ το μαύρο μουστακάκι, το άστριφτο ακόμα, που δεν εννοούσε να μεγαλώση: έτσι έλεγε μέσα της κάθε φορά που τον κύτταζε με λαχτάρα και θαυμασμό για τα τόσα νιάτα, η άμοιρη η γυναίκα του.

Εκείνος όμως την κύτταζε με τα μάτια του τα γαλαζοπράσινα με τα μακριά ματόκλαδα καρφωμένα πάνω της-την κύτταζε ακόμα κι όταν δεν της μίλαγε. . . Τι νέος που ήτον ο άντρας της και τι όμορφος !-όλο αυτό συλλογιζόταν η άμοιρη.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν