Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025


Κι' ήρθε με τα' άτια δέφτερος του γέρου ο γιος Νεστόρου, με ζαβολιά, όχι αξία τους, περνώντας το Μενέλα. 515 Μα κι' έτσι εκείνος τούτρεχε σιμά σιμά του πάντα.

Και παίρνει κι' ακουμπάει σταμνιά με μέλι και με λάδι 170 στο νεκροκράβατο. Έπειτα βαρβάτα τέσσερα άτια ρήχνει στενάζοντας βαριά μες στο σωρό των ξύλων. Εννιά 'χε ο βασιλιάς λαμπρούς του τραπεζιού του σκύλους· διο κι' από δάφτους έσφαξε.

Και πρώτα ο γέρος έπιασε να πει και να ρωτήσει «Μίλα, Δυσσέα ξακουστέ, των Αχαιών καμάρι, πες, τ' άτια πώς τα πήρατε; Τι, μπήκατε ως στων Τρώων 545 μες στο στρατό; ή σας τάδωκε κάνας θεός στο δρόμο; Μώρ' άλογα τα λες αφτά, για του ηλιού 'ναι αχτίδες; Σ' όλες τις μάχες βγαίνω εγώ, μηδέ συνήθιο τόχω θαρρώ να μένω πίσω αργός κιας είμαι τόσο γέρος· μα τέτια ζώα ως σήμερα δεν ξάνοιξα, δεν είδα. 550 Θεού θενάναι δώρα αφτά που βρήκε σας στη στράτα , τι και τους διο σας αγαπάει, το ξέρω, ο Ελυμπήσος του Κρόνου γιος κι' η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα

Πού καθώς έτρεχε ίσα ομπρός, του ρήχνει ο αντριωμένος Διομήδης, μα δεν πέτυχε, παρά τον αμαξά του τον Ηνοπιά, τ' αράθυμου Θηβαίου γιο, καρφώνει 120 μπρόστηθα, στο βυζί κοντά, ενώ οδηγούσε τ' άτια. Κι' όξω απ' τ' αμάξι κύλησε, πήραν και δρόμο πίσω τα γλήγορα άτια, κι' έμεινε νεκρός εκεί στον τόπο.

Πώς από λάμψη πυρκαγιάς σηκώνουνται οι ακρίδες κι' ορμούν κατά τον ποταμό, κι' η φλόγα μιας ξεσπάσει καίει πάντα ακούραστη, κι' αφτές πηδούν το κύμα κύμα· έτσι κι' απ' του Πηλιά το γιο κυνηγητοί, του Ξάνθου 15 το λάλο ρέμα γιόμισαν ανάκατα άντρες κι' άτια.

Τι άλογα και τι άτια! τι φώκες και τι φάλαινες! τι Σειρήνες και τι Μέδουσες εκλωθογύριζαν κοπαδιαστά, εβρυχώνταν και αλλάλαζαν με χίλιων λογιών σφυρίγματα, χτύπους, κραυγές, δοντοκοπήματα στο σύσκοτον εκείνο χάος και την ασάφεια. Ν' ανησυχώ άρχισα.

Τότες δεν είδες να δειλιά το βασιλιά Αγαμέμνο, μήτε να χάσκει δένοντας τα χέρια, μον να τρέχει στον πόλεμο που τα καλά δοξάζει παλικάρια. 225 Τ' αμάξι το χαλκόλαμπρο με τα φαριά του αφίνει· λαχανιασμένα ο παραγιός πίσω βαστούσε τ' άτια, του Φτόλεμου ο πιδέξος γιος, ο δυνατός Βρυμέδος, που σαν τον καλορμήνεψε κοντά ναν του τα φέρει άμα αποστάσει βγάζοντας τόσο λαό στη μάχη, 230 πήγε πεζός και διάβαινε των Αχαιών τους λόχους.

Τώρα άλλου αν είχαμε νεκρού αγώνα, εγώ το πρώτο θα κέρδιζα και στο γοργό θα πάγαινα καράβι, 275 τι ξέρτε πόσο τ' άτια μου στο τρέξιμο νικούνε. Αθάνατά 'ναι· ο Ποσειδός του γέρου μου πατέρα τα χάρισε, κι' εμένα αφτός μού τάδωκε κατόπι.

Κι' έσκουξε τότε ο Έχτορας με μια φωνή μεγάλη «Δαρδάνοι κονταρόπλιστοι και Τρώες και Λυκιώτες, σαν άντρες βάρτε τους, παιδιά, σαν άξια παλικάρια! Το βλέπω τώρα, γκαρδιακά απ' τα ουράνια ο Δίας 175 μου στέργει νίκη και τιμή, μα στους οχτρούς λαχτάρες. Τήρα οι μουρλοί τι δα τειχιά να σοφιστούνε πήγαν, σάπια και τιποτένια! Αφτά δε μου δειλιούν το μάτι· έφκολα τ' άτια το σκαφτό χαντάκι θα πηδήσουν.

Ωστόσο ο Έχτορας βαστάει στο Ζερβοπόρτι τ' άτια 712 κι' εκεί λογάριαζε αν ξανά θα τρέξει στην αντάρα. να πολεμήσει, ή το στρατό θα κλείσει μες στο κάστρο.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν