United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αχ! είπε τέλος ο Μάρτης, ανεγείρων μετά κόπου την κεφαλήν και φράσσων διά του αντίχειρος την τρύπαν του βαρελιού, απόστασα. . . μα τι κρασί! 'σαν το γάλα πηγαίνει κάτω· γλυστράτο λάρυγγα, 'σαν το φίδιτα χόρτα. Ηθέλησε να σταθή όρθιος, αλλ' οι πόδες έτρεμον υπό το βάρος του σώματός του, κ' εκάμπτοντο ως κλάδοι λυγαριάς· τ' αυτιά του εβόιζον.

Τα θηλιάσματα λυπάσαι; Εσύ νάσαι καλά, κολλήγα, παρετήρησεν ο ποιμήν, ετοιμάζων άλλο ποτήριον. — Και το γουρνόπουλο! Προσέθηκεν ο μπάρμπα-Σταύρος. — Ναι, τώρα είπες καλά. Είπεν ο Κομποδήμος και εκένωσεν εις τον διψαλέον λάρυγγά του άλλο ποτήριον και ηρώτησε: — Να το φέρω ; Και έσειε την κεφαλήν του, ασκεπής με την κόμην ακτένιστον επαναλαμβάνων: — Σου έγεινε ένα πράμα!

Εσουράβλισαν στο στόμα, στα ρουθούνια του μ' έναν αχνό, που θάλεγες κι αλαφροκάπνιζε του Λιάρου η παιδιακή ψυχή. Τέντωσε τα πόδια του δεμένα ακόμα. Ανακόρδισε τάψυχό του κορμί. Ελαχτάρισε μια, κ' έμεινε μάρμαρο στον τόπο του, απ το κεφάλι ως την ουρά. Ο μακελάρης τόρα μόλις ανάσυρε και χέρι και μαχαίρι, από το λάρυγγα το σπαραγμένον του νεκρού.

Αλλά το άνθος εκείνο, αναίσθητου εις το αίσθημά μου, και εις το άσμα μου αναίσθητον, το οποίον απέστελλον από τόσον υψηλά, είχε πολύ προς τα κάτω στραφή και ηγάπησε πομπώδη και επιδεικτικόν Διαβάτην, όστις διήρχετο πλησίον του, συρόμενος επί της γης. . . Τετέλεσται! Ο Διαβάτης κατέκτησε το άνθος μου, και εγώ απέμεινα με το μέλι εις τον λάρυγγα και με το δηλητήριον εις την καρδίαν.

Έτυχέ ποτε, αναγνώστα μου, ν’ αποκοιμηθής με ανυπόφορον βήχα, κοιμώμενος να ιδρώσης και εξυπνήσας να ευρεθής ιατρευμένος; Αγνοών ότι είσαι καλά ανοίγεις μηχανικώς το στόμα, ίνα πληρώσης εις τον επικατάρατον βήχα τον συνήθη φόρον. Αλλά πόσην αισθάνεσαι χαράν, μη ευρίσκων εις τον λάρυγγα το οχληρόν θηρίον!

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ιδού, λάβε περισσότερον χρυσόν αλλά πρόσεχε, δύστηνε· συνειθίζομεν να λέγωμεν ότι και οι νεκροί είναι καλά· αν ούτω πως το εννοείς, θα διαλύσω τον χρυσόν τον οποίον σου δίδω, και θα χύσω αυτόν εις τον άγγελον κακών λάρυγγά σου. ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Άκουσέ με, καλή μου κυρία.

Την παρεκάλεσα να μη το λέγη τούτο, διότι τότε κ' εγώ θα λέγω ότι με παίρνει μόνον από αίσθημα αγάπης προς την αδελφήν της. — Και διατί όχι; μου απεκρίθη. Πού καλλίτερα ημπορούμεν να βασίσωμεν την ευτυχίαν της ζωής μας; Ο Λιάκος ησθάνθη την συγκίνησιν αναβαίνουσαν εις τον λάρυγγα και τους οφθαλμούς του. — Πού να σου τα μακρολογώ τώρα, εξηκολούθησεν ο Κ. Πλατέας.

Και ησθάνθη τον λάρυγγά του στενούμενον υπό συγκινήσεως. Εξηκολούθησαν εν σιωπή την οδοιπορίαν. Η οδός δεν εφράσσετο πλέον εκατέρωθεν υπό τοίχων, αλλά διέσχιζε θάμνους σχοίνων και κομάρων καταβαίνουσα προς τα απόκρημνα της νήσου παράλια.

Εκεί η μακαρίτις είδε το φως, εκεί εγνώρισες την χαράν, εκεί θα σου έλθη η γαλήνη. Ο αήρ της θαλάσσης θα δροσίση τον λάρυγγά σου τον θείον, οι πνεύμονές σου θα εισπνεύσωσι την άλμην την υγράν. Ημείς, οι πιστοί σου, θα σε ακολουθώμεν παντού και ενώ θα προσπαθώμεν να μετριάζωμεν την λύπην σου διά της φιλίας, συ θα μας παρηγορής διά του άσματός σου.

Χύμηξε από πίσω αγριεμμένο κι' άρχισε να γαυγίζη άγρια. Ύστερα, σαν να του σβύσθηκε η φωνή στο λάρυγγα, σώπασε μονομιάς, έβαλε την ουρά του κάτω απ' τα σκέλια κ' έφυγε μακρυά. Τ' Άγια Μυστήρια περνούσαν, ψηλά απ' το κεφάλι του παπά, σαν να τάφερνε στα φτερά του ο αέρας. Σε λίγο έφθασε στην εκκλησία. Ο εκκλησιάρης άνοιξε τη θύρα και οι δύο σκιές με το φανάρι μπροστά γλύστρησαν μέσα.