Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Καν με τι νου σοφίζεται Το πώς να τον γελάση. Και τη χαψιά να φτάση Οχ το κλαρί ψηλά. Κοντά στη ρίζα εζύγοσε 985 Και με ταπεινοσύνη, Πλαστήν αγαθοσύνη, Τα μάτια χαμπηλά, Κυρ Κόρακα, του φώναξε, Πετούμενο αντριομένο, 990 Με χάρες στολισμένο, Εγώ σε προσκυνώ, Ω! πόσο ωραία κ' ώμορφα Αστράφτουν τα λαμπρά σου Αμίμητα φτερά σου 995 Σε χρώμα έτζι σεμνό.

Στον ξερό χτύπο η κουκουβάγια επέταξε τόρα. Αλλά δεν επέταξε μακριά να φύγη, να χαθή από εμπρός μας· εχαμοπετούσε πεισματικά περίγυρα σχίζοντας τον αέρα με τα ψαλιδωτά φτερά της, εκαθόταν στο ξάρτι και στυλώνοντας το κορμί, με το στήθος ολοφούσκωτο και τον λαιμό χωμένον στους ώμους έρριχνε ξαφνικά μία στριγγιά φωνή που επάγωνε το αίμα. — Κουκουβάου!... κουκουβάουβάου!...

Μπορεί όμως να γίνη άγγελος και να βγάλη λευκά φτερά στους ώμους, είπε ο Σβεν. — Βέβαια θα γίνη, είπε η μαμά. Μα ο Σβεν αναστέναξε και δεν έμεινε ευχαριστημένος. — Γιατί δεν μπορεί να πάη μαζί η γερόντισσα αφού το θέλει; είπε. — Αυτό δεν το ξέρει κανείς, Σβεν, είπε η μαμά, μόνο ο Θεός το ξέρει. — Το ξέρει αυτός; — Ναι, το ξέρει. Ο Σβεν ξαναβγήκε όξω στον ήλιο και στους βράχους.

Οι ραντίδες που έφταναν απάνω μας, στο πρόσωπό μας, επίστευες πως ήσαν κάτι από το κορμί τους και τις εσφίγγαμε στον κόρφο, τις εφέρναμε στα χείλη με φλογερή αχορταγιά. Τα φτερά του πόθου επετούσαν ολόγυρά μας κ' ερράπιζαν τη συνείδησι. Ερρίχναμε πορτοκάλια· επετούσαμε μεταξομάντηλα.

Και ή μ' έχεις κράξει ή σ' έχω κράξει, και ή μ' έχεις φέρει ή σ' έχω φέρειείναι φτερά που πάει το αέρι, φύλλα που ο άνεμος θ' αρπάξηήρθα· δεν τίναξαν τα φύλλα, ολόρθη στέκοσουν μονάχη· κρεμόντανε στους κλώνους μήλα, νερό συντρίβονταν στα βράχη κι είχες τα πόδια σου λουσμένα κι ως να πατούσες ήσουν κρίνα, τα χέρια σου μπροστά ριγμένα σα λευκά κρίνα ήταν κι εκείνα και σα φτερά και είχαν απλώσει στον ήλιο που είχε πέρα δώσει.

κι έδειχνε ανάερο φάντασμα στο φάρο εκεί πλευρά του μύλου τα λευκά πανιά ασάλευτα απλωμένα. Όλα λευκά κι ασάλευτα· και μόνο τα φτερά των γλάρων στο νερό κοντά σάλευαν ξυπνημένα. Και μόνο δυο ναυτόπουλα στην αμμουδιά είχαν βγει απ τα καΐκια που άραζαν ριγμένα στο ακρογιάλι, και τα γυμνά τους τα κορμιά ξάπλωσαν στην αυγή και το καράβι κοίταζαν που είχε μακριά προβάλει

Δεν είδε παρά ένα δικέφαλον αητό με τα φτερά του ανοιχτά. Τα κεφάλια ζερβόδεξα με τη γλώσσα όξω και τα ράμφη γυριστά, έδειχναν θυμό κι αχορταγιά μεγάλη. Στα κεφάλια καθότανε κορώνα σταυροφόρα· κι άλλη κορώνα πιο μεγάλη τάσμιγε από πάνω. Τα νυχοπόδαρά του κρατούσανε το Σκήπτρο και μια σφαίρα με σταυρό. Και κάτω από τα πόδια του μια κορδέλλα ξεδιπλωμένη είχε απάνω της γράμματα παράξενα.

Και κοιτάζαμε πέρα το πλατύ φιόρδ, που έζωνε όλην αυτή την αργοπορημένη άνοιξη, και χαιρόμαστε τους γλάρους που πετούσαν όπως μια φορά σε μακρουλά τόξα απάνω από το γαλανά νερό, χαιρόμαστε τα λευκά φτερά τους, που γυαλίζανε στον ήλιο, και σταθήκαμε να δούμε το παιγνίδι τους καλήτερα, καθώς βουτούσανε στον αέρα και φθάνανε στο νερό, στο μέρος, όπου το άγρυπνο μάτι τους ξάνοιγε τη λεία.

Τα περιστέρια κατέβαιναν άσπρα σαν το χιόνι, ήμερα-ήμερα, κ' ετσιμπούσαν το σταρόσπυρο από τα χέρια των κοριτσιών. Τι χέρια, Παναγιά μου. Πιο άσπρα κι' από τα περιστέρια. Δεν ήξερες ποιο έτρωγε και ποιο τάιζε. Κ' έλεγα κ' εγώ ο χαημένος: νάμουνα περιστέρι να δίπλωνα τα φτερά μου απάνω στις πλάτες καμμιάς Βενετσάνας, να μείνω όλη μου τη ζωή εκεί απάνω!

Μα στο δρόμο που πηγαίναμε, μιλήσαμε πολλές φορές για το μεγάλο μας αγόρι, που για πρώτη φορά μίλησε κ' αιστάνθηκε σαν άντρας. Ο άγγελος του θανάτου πέρασε και τη φορά αυτή έξω από το σπίτι μας, τα φτερά του όμως μας αγγίξανε, σε τρόπο που το άγγισμα αυτό να δώση για καιρό τον τύπο του στη ζωή μας. Ωστόσο, η ευτυχία γύρισε ακόμα μια φορά στο σπίτι μας, μετριασμένη όμως και σοβαρότερη.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν