Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025


Τη μύτη, τα φτερά, τα νυχοπόδαρά τους όλα τάχουν σε κίνηση. Ποιος φαντάζεται πώς ν' αλυχτά η πείνα στα σωθικά τους και τα βάνη να μαδιώνται μεταξύ τους, ώστε να ιδούν τ' αγαπημένο χέρι ν' απλωθή απάνω τους! Κακόμοιρα! Πού νάξεραν πως δε θα το ιδούν πια αυτό το χέρι! Πού να φαντασθούν τη μοίρα που τα περιμένει!

Το παιδί, που ήτανε στον κήπο, είδανε κ' οι πατέρες μας στ' όνειρό τους εκείνο κι αυτό πρόσταξε να βόσκουμ' εμείς τα κοπάδια. Πώς μπορεί να το πιάση κανένας; Μικρό είναι και θα φύγη. Και πώς μπορεί να του ξεφύγη κανείς; Φτερά έχει και θα τόνε φτάση. Πρέπει να παρακαλέσουμε τις Νύμφες να μας βοηθήσουνε. Μα μήτε ο Πάνας βοήθησε το Φιλητά, όταν αγαπούσε την Αμαρυλλίδα.

ΜΟΛΟΣΣΟΣ Αα, μητέρα μου, μητέρα μου, κ' εγώ κατεβαίνω μαζί σου κάτω από τα φτερά σου. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Θύμα της σφαγής. Ω, βασιλείς της Φθίας! ΜΟΛΟΣΣΟΣ Ω, πατέρα, έλα να μας βοηθήσης! ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Ω, αγαπημένο μου παιδί, θα κοιμηθής μέσα εις την γην εις το στήθος της δυστυχισμένης μητέρας σου νεκρόν και συ κάτω από το χώμα κοντά εις την νεκράν!

Βλέποντας αυτό το σημάδι η Μαριανθούλα, είπε χαρούμενη στη βάβω της: — Βάβω! βάβω! Είδες, καλημέρα μ'! τι έκαμε η κόττα; Σήκωσε τα φτερά της και τα χτύπησε, και τεντώθηκε σα να ήθελε τα λαλήσ'!... — Ε! κι' ύστερα;.... είπε η γριά, σα με θυμό. — Δεν έλεγες, βαβούλω μ', ότι, όταν κάνουν έτς οι κόττες, έρχεται ο πατέρας μ';

Και κάπου καμιά βοντοφωνή, έρχουνταν με τα φτερά του βραδινού αεριού, μισοσβυσμένη και παραπονετική, και παρήγορη: — Καλή αντάμωση!...

Γι' αυτόν ανοίγει τα φτερά της η πεταλούδα της ωραίας μας στιγμής. Γι' αυτόν ανθίζουν οι κρίνοι των κυμάτων στο αλέτρι της πλώρης. Δόξα στον πόνο! Γι' αυτόν απ' το δέντρο της ζωής μας πέφτουν αργά τα χρυσά φύλλα της πείρας και της υποταγής. Τον ήλιο σκλαβώνουν οι ζωγράφοι και διηγούνται τα έργα του. Στα χιόνια των μαρμάρων κατοικούν οι ευγενικές του μορφές. Στη σιωπή ανθίζουν οι αιώνιες ιδέες του.

Και αν δεν ήσαν δικά του δεν έπρεπε όμως να ήνε και κανενός άλλου. Ημπορούσε να πετάξη και τη ζωή ακόμη αν του υποστήριζες πως έχουν ζωή και μυριάδες άλλοι άνθρωποι. Μοναδικός στο είδος του, μοναδικός στην τέχνη του. Απελπισία μ' έπιασε. Επέταξεν η όρεξι για τη δουλειά, επέταξαν και τα όνειρα. Ο αιθεροπλανημένος αετός έχασε τα φτερά του κ' έμεινε χεροδούλης και ψωμοζήτης στη γη.

Τι; θέλ'ς να ζήσω ογδοήντα, εννενήντα, εκατό χρόνια, να ξωλαλάω, να μη γνωρίζω, να μη βλέπω, και να λέγω την ψείρα μπούμπα; Ο Θεός να μη μ' το χρωστάη! Το καλό μ' είναι να τα κλείσω με τα φρένα μ'!.. Εκείνη τη στιγμή μπήκε μια μαύρη κόττα στο δωμάτιο, σήκωσε τα φτερά της, τα τέντωσε και τα χτύπησε σα να ήθελε να λαλήση.

Είναι στιγμές όπου μας πληγώνει με μια τερατώδη μουσική. Ναι, κι όταν μόνο σπάζοντας τις χορδές της λύρας του μπορή να βγάζη μουσική, την σπάζει και κροτούνε παράφωνα, και καμμιά φορά Αθηναϊκός τέττιξ βγάζοντας μελωδία από τρέμουλα φτερά δεν κάθεται πάνω στο φίλντισι για να κάνη την κίνηση τέλεια ή λιγώτερο τραχύ το διάλειμμα. Ωστόσο ήταν μεγάλος.

Ετραγωδούσε τώρα ηρέμα, ώστε να μη ακούηται εις την οδόν, άσματα της ξενιτείας περιπαθή, και ανεκάλει τον Νικολάκην «το ξενιτεμένο της πουλί», το οποίον το εφώναζεν «όπως η κλώσσα φωνάζει τα μικρά πουλάκια να έλθουν κοντά της, από κάτω από τα ζεστά της φτερά». Όλων δε των τρυφερών της ασμάτων η γλυκητάτη επωδός ήτο. «Σου στέλνω χαιρετήματα με του Βορειά τα κύματα».

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν