Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Η γρηά είχε καλά μαντέψει, πως ήταν ένας κορδελιέρος με τα φαρδομάνικα, πούκλεψε τα χρήματα και τα κοσμήματα της Κυνεγόνδης στην πόλη Βαλδαγιός, όταν φεύγανε βιαστικά με τον Αγαθούλη. Αυτός ο καλόγερος θέλησε να πουλήση μερικά πετράδια σ' έναν έμπορο. Ο έμπορος ταναγνώρισε, πως ήτανε του μεγάλου Ιεροξεταστή.

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Έπειτα, εκατόν είκοσι. ΔΟΡΑΝΤ Μάλιστα. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Έπειτα, εκατόν σαράντα. ΔΟΡΑΝΤ Πολύ σωστά. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Δηλαδή, τετρακόσια εξήντα λουδοβίκια, που μας κάνουν πέντε χιλιάδες εξήντα φράγκα. ΔΟΡΑΝΤ Σωστότατα. Πέντε χιλιάδες εξήντα φράγκα. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Χίλια οκτακόσια τριάντα δύο φράγκα στον έμπορο των φτερών, για το καπέλλο σας. ΔΟΡΑΝΤ Ακριβώς.

Όταν οι πρώτες καταστροφές αυτής της φριχτής πανούκλας περάσανε, πουλήσανε τις σκλάβες του μπέη. Ένας έμπορος μ' αγόρασε και μ' έφερε στο Τούνεζι. Με πούλησε σ' έναν άλλον έμπορο, που με ξαναπούλησε στην Τρίπολη· από την Τρίπολη ξαναπουλήθηκα στην Αλεξάντρεια· από την Αλεξάντρεια στη Σμύρνη· από τη Σμύρνη στην Πόλη.

Θα δουλέψει επομένως: θα κάνει τον έμπορο, όπως ο πατέρας του». «Τότε θα έπρεπε να το είχε κάνει προηγουμένως. Οι συγγενείς μας δεν αγόρασαν ποτέ βόδια». «Άλλοι καιροί, Νοέμι, αδελφούλα μου! Εξ άλλου, τώρα οι κύριοι είναι ακριβώς οι έμποροι. Βλέπεις τον Μιλέζο; Λέει: ο Βαρόνος του Γκάλτε τώρα είμαι εγώ».

Αχ! κύριε, δε μπορείτε να φανταστήτε, τι θα πη νάσαστε υποχρεωμένη να χαηδεύετε με την ίδια αδιαφορία ένα γέρο έμπορο, ένα δικηγόρο, έναν καλόγερο, ένα γονδολιέρο, έναν αββά· νάσαστε εκθεμένη σ' όλους τους εξευτελισμούς, σ' όλους τους διασυρμούς· να καταντάτε συχνά στο σημείο να δανείζεστε ένα πουκάμισο για να πηγαίνετε να σας το σηκώνη ένας άντρας συχαμερός: να σας κλέβη ο ένας, ό,τι κερδίσατε από τον άλλο· να σας φορολογούν οι αστυνόμοι και να σας περιμένουνε στο βάθος του μέλλοντός σας φριχτά γηρατειά, ένα νοσοκομείο και μια κοπριά, ε! τότε θα συμπεράνετε, πως είμαι ένα από τα πιο δυστυχισμένα πλάσματα του κόσμου.

Ο καπετάνιος βλαστημώντας τους Ρούσους και τον έμπορο και τα γλυκά, ετοιμάστηκε να παλαίψη παληκαρίσια. — Άλα, παιδιά· εφώναξε, κυτάζοντας περίγυρα σαν αγριόγατος· μάινα πανιά! ούτε φούσκα να μείνη στις σταύρωσες, ούτε σχοινί στα ξάρτια, ούτε χαραμάδα στο κατάστρωμα!... Σε μισή ώρα ούτε φούσκα έμεινε στις σταύρωσες, ούτε σχοινί λυτό στα ξάρτια, ούτε χαραμάδα εύκαιρη στο κατάστρωμα.

Για να μην πληρώση τελωνείο τα δίνει μία νύχτα σε φίλους του να τα βγάλουν λαθραία. Αλλά την αυγή μαθαίνει από τον έμπορο πως την κάσσα την έπιασαν οι τελωνοφυλάκοι. Ακούοντας έτσι τρέχει στο καράβι. Οι Ρούσοι δεν χωρατεύουν. Δεν τους εκόστιζε τίποτα να πάρουν το πράγμα, να κατασχέσουν το καράβι και όλους να μας στείλουν αλυσοδεμένους στη Σιβηρία.

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Δύο χιλιάδες επτακόσια ογδοήντα φράγκα στο ράφτη σας. ΔΟΡΑΝΤ Μάλιστα. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τέσσερες χιλιάδες τριακόσια εβδομήντα εννέα φράγκα και δώδεκα σόλδια στον έμπορό σας. ΔΟΡΑΝΤ Ακριβώς· δώδεκα σόλδια. Ο λογαριασμός είνε σωστότατος. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Και χίλια επτακόσια σαράντα οκτώ φράγκα στο σαγματοποιό σας. ΔΟΡΑΝΤ Όλα έτσι είνε, όπως τα είπατε. Το όλον;

Αρχές Νοέμβρη έτοιμοι πάλι για ταξείδι. Επλάκωσεν όμως η Πεντέχτη. «Στη χάσηπιάση αρμένιζε, Πεντέχτη στο λιμιώνα» έλεγαν οι παλαιοί. Ο καπετάν Μπισμάνης ήταν φρόνιμος· αν δεν έβλεπε καλοσυνάδα τα σημάδια του καιρού δεν έλυνε πρυμόσχοινα. Μα τι να φέρη ο διάβολος για τις αμαρτίες μας; Ο καπετάνιος είχε μία κάσσα γλυκά σπιτίσια να τα δωρίση στον έμπορο.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν