United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξέρετε όλοι σας που το φιλέω είναι της ιωνικής και το φιλώ της αττικής. Πώς από το φιλέω μπόρεσε να βγη το φιλώ, πώς χάθηκε ο τόνος στο ε, πώς πήρε περισπωμένη το ω, είναι πολύ δύσκολο ζήτημα κι ο σκοπός μου δεν είναι να το ξετάσουμε τώρα.

Εγώ! εψιθύρισε με σβυστήν φωνήν η γρηά Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια! Με είχε καλέσει ο καπετάν-Μαμμής, — Και δεν έβλεπες την πόρτα; — Μεσάνυχτα! Βλέπω η καϋμένη; Και όμως έλεγεν η διάδοσις και διώρθωνεν η γρηά-Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια, ότι πράγματι είδε μια γυναίκαεγώ δεν ήμουν, να χαρώ τα κορίτσια μου! — εγώ ήμουν καλεσμένη. Αλλά πριν έμβω εγώ, εμβήκε μια άλλη γρηά και πάλιν χάθηκε.

Πηγαίνω τώρα να βρω τον πατέρα της, και να του τη ζητήσω. Προξενητάδες ο γυιος σου δε θέλει. Άφησέ τον, και παιδί δεν είναι. Η μάννα, που να είταν άλλη φορά, τα ρούχα της θάσκιζε, τώρα δεν είπε τίποτις, μόνο έκαμε το σταυρό της, που δεν είχε τον τόπο του ο μεγάλος ο φόβος της. Και πρι να προφτάξη να τονε ρωτήση ποια είταν η μάγισσα που τον αποτρέλανε, χάθηκε ο Ηλίας από μπροστά της.

Την είδαμε ολόγυμνη, μ' όλα της τα ψεγάδια, κι όχι για να γελάσουμε, μόνο να δούμε αν αυτά τα ψεγάδια τής έχουνε στρεβλωμένη την ομορφιά, ή να μην είναι της επιφάνειας ψεγάδια, ίσως της αλυσίδας σημάδια. Η ομορφιά του κορμιού της δε χάθηκε, όχι· και μήτε θα λείψη, όσο αναπνέει και ζη. Όλοι αυτοί που τους είδες παραταγμένους, όλοι τους είναι Ρωμιοί.

Ορθοπλωρίζω δύσκολα και ρωτάω. — Τ' είνε μωρέ; τι πάθατε; βοήθεια θέλτε; — Ο Μανωλιός μας πνίγηκε!... ο Μανωλιός μας χάθηκε!... θρηνολογεί ο καπετάν Τραγούδας. Η καταστροφή έλυωσεν ευθύς το χιόνι της καρδιάς του... Κακόμοιρο παιδί! Νερό επήγε να σύρη με τον κουβά, επαραπάτησε στο ξύλο, έπεσεπάει. Όσο και αν εγύρεψαν οι βάρκες πουθενά δεν τον ηύραν.

Πέρασε κ' ένας σταυραετός, πέρασε απάνω-απάνω, Και σαν να 'νοιάστηκε κι' αυτός την ωμορφιά της κόρης, Χαμήλωσε ως τον ποταμό κ' αρπάζει την ποδιά της, Τη λαχουριά της την ποδιά, τη χρυσοκεντημένη, Πούχε ξομπλιάσει απάνω της τον ουρανό με τάστρα. Και σκούζ' η άμοιρη Μαριώ και κλαίει την ποδιά της. Ο σταυραετός μεσουρανίς χάθηκε μέσ' 'ς ταστέρια.

Την ίδια εικόνα μεταχερίζεται πάλε, γιατί η πρώτη πάλιωσε και του χρειάζεται άλλη που να μοιάζη με την πρώτη. Πολύ γρήγορα χάθηκε η λέξη, γιατί δεν είχε πια καμιά νοστιμάδα για το λαό και δεν έβλεπε κανείς τι μπορούσε να πη ρις . Πιο έφκολα μας έρχεται να καταλάβουμε τι σημαίνει μύτη.

Φέρνει απ τα νέφη τ' απαλά, τα δειλινά, τα βράδια τη λύπη την κρυφή, θλιμμένα κάποια εγγίζοντας ευγενικά ρημάδια ευγενικό λαλεί. Κλαίει ότι χάθηκε καλό κι ότι όμορφο έχει σβήσει, και τα χρυσά φτερά τινάζουν ότι δεν μπορεί μήτε η πνοή να γγίση γλυκά και αρμονικά. Περνά αποκεί που δεν περνά το πιο ψιλό το αέρι κι όπου ούτε της αυγής το στάλαγμα δεν κάθεται· ν' απαλοτρέμη ξέρει στα βάθη της ψυχής.

Να ψάξης να βρης το γράμμα. — Μη με χασομεράς, κυρά μου, είπε ο Μαθιός. Δεν τώφαγα το γράμμα σας. Σαν είχα σας τώδινα. Το αίμα τού είχε ανεβή στο κεφάλι. Έκαμε να φύγη. — Πού πας; Να ψάξης να μας βρης το γράμμα. Σαν τώχασες να πας να το βρης. — Μπορεί και να χάθηκε, είπε πάλι ο Μαθιός. Από μέσα του τους λυπότανε κιόλα. — Μπορεί και να χάθηκε στα δρόμο. Εδώ ανθρώποι χάνονται.

Το άφησε με τον καιρό και ήρθε να φιλονεικήση με τους Ευμορφόπουλους για τα πρωτεία. Ήταν αμόρφωτη, άγρια και κακή γενιά· μα σε τούτο κρεμότανε η δύναμή της. Οι αφεντάδες τον κατάλαβαν τον κίντυνο· αντιστάθηκαν όσο μπόρεσαν και δε μπόρεσαν. Πάλαιψαν, ματώθηκαν, στο τέλος όμως νικήθηκαν. Χάθηκε ο πρώτος και καλήτερός τους σε μια συμπλοκή. Οι άλλοι σκόρπισαν εδώ κ' εκεί σε άλλα μακρινά χωριά.