Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
— Να μ' δώσης εμένα τη μια γίδα, την Ψαρή, κη να μει καλ'μάρετε κάτ', να κατηβώ, να τσ' ανεβάσω. — Την Ψαρή, εγώ την έταξα στην Παναγία, απήντησεν ο Στάθης. — Ο Αγκούτσας έδειξεν ότι δεν ενόει. — Την έταξα ασημένια, προσέθηκεν ο Στάθης. Η Ψαρή εμένα μ' χρειάζεται. Ό Αγκούτσας έμεινεν επ' ολίγας στιγμάς σύννους. — Ας είνε, μ' δίνεις, τη Στέρφα . . . Καλή είνε και ή Στέρφα.
Ησθανόμην ότι ήμην εν τω οίκω μου, και η αόριστος παρουσία του φύλακος Αγγέλου μ' επροστάτευε. — Ποίος είσαι; είπον προς τον άγνωστον. — Ξένος, απήντησεν ούτος. — Τι θέλεις; — Θέλω να σ' ερωτήσω κάτι. — Και πώς ευρέθης εδώ; Ο άγνωστος δεν απήντησε. — Σ' ερωτώ πώς ευρέθης εδώ, επανέλαβον οργίλως. Και διά ποίας θύρας εισήλθες; — Μη με ερωτάς, απήντησε θρασύς ο άγνωστος.
Ήτο τωόντι σάββατον της Δ' εβδομάδος των Νηστειών. — Μην πηαίνη αλλά φράγκα ούτος που είνε μέσα; είπεν ο Πολύζος. — Στοιχειό θα είνε· ξορκισμένος οξαποδώ, απήντησεν η Μαλαμμώ. — Κανένας μουρλός θα είνε, είπεν ο Πολύζος. Ας ιδούμε. Μην είν' εκείνος ο Γιάννης της Λέκαινας; Έκρουσε πάλιν δυνατότερα την θύραν.
— Καλά που ήλθατε, είπε την τελευταίαν στιγμήν η έξω πρότερον αναμένουσα. Μου είπανε πως 'ς την Κεχρεά μας τα μαζώξανε τα φύλλα. — Αύριο πρωί-πρωί θα πάμε όλοι· απήντησεν η ηλικιωμένη γυνή. — Σου φέραμε κάτι φύλλα, Φανιώ, είπεν η μεγαλειτέρα των νεανίδων, που το καματερό μας θα βρη τη χαρά του. Να ιδής μεγάλα και τρυφερά. Γυρίσαμε όλη τη Γλώσσα.
Ο Φαέθων, απήντησεν, ο βασιλεύς των κατοικούντων εις τον ήλιον — διότι κατοικείται και ο Ήλιος όπως και η Σελήνη—μας έχει κηρύξει προ πολλού τον πόλεμον. Και η αρχική αιτία ήτον η εξής.
— Αι, αγάπη μου, απήντησεν ο σύζυγος με φωνήν μόλις αρθρουμένην εις φθόγγους· έπρεπε να ήσουν εκεί, να ιδής τι κακόν γίνεται! μόνον πώς δεν δέρνονται οι άνθρωποι. — Καλέ τι με λες; θα υψωθούν λοιπόν γρήγορα; — Εννοείται. Τριάντα φράγκα υπερτίμησιν μου προσέφεραν ήδη, μόλις εβγήκα από την Τράπεζαν. — Τι καλά! Φαντάσου αν είχαμεν χιλίας!
Αλλά πώς να σου το δώσω; — Δεν ειμπορείς απ' την κλειδότρυπα; είπεν η Αϊμά. — Να δοκιμάσω, απήντησεν ο Τρέκλας. Και σχηματίσας τον φάκελλον εις λεπτόν κύλινδρον, επειράθη να εισαγάγη αυτόν διά της οπής. Μετά πολλούς αγώνας, ουδέν κατώρθωσεν. — Είνε μπατάλικο το γράμμα, είπεν ο Τρέκλας. Πολύ χονδρό χαρτί. — Τώρα πώς να γείνη; — Θέλεις να το ξεβουλλώσω, και να το κόψω εις δύο;
Μετά την διήγησιν ταύτην ο Αθανάσιος είπε προς τον γέροντα — Άλλοτε, νομίζω, μας είπετε ότι δίδοντες ελεημοσύνην ενθαρρύνομεν την αργίαν και την οκνηρίαν. Ο δε Γεροστάθης απήντησεν — Οσάκις τις καταφεύγη εις την ζητείαν ως εκ της αργίας και οκνηρίας του, βεβαίως είναι ανάξιος ελεημοσύνης.
Απήντησεν ο Μπάρμπα-δήμαρχος. — Θε ς' τάβρουμε, κακόμοιρε, και θε ς' τα πάρουμε ούλα! Ηπείλησε τέλος η Μιλάχρω εν αστειότητι. Εφέτος του αγίου Βασιλείου — είχε κακιώσει από τα Χριστούγεννα ο «σημαδιακός» — απεφάσισεν η Μιλάχρω να τον ξεκακιώση πάλιν.
— Και γιατί μου τα λέγεις αυτά, μπάρμπα Σταυρή; Παρετήρησε πειραγμένος ολίγον ο Σπύρος. — Ο νοών νοείτω! απήντησεν ο Ξυλοπόδαρος κτυπήσας με κρότον εις την γην τον ξύλινον πόδα του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν