Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουλίου 2025


— Κ' εμένα μου πονεί το βυζί μου, είπεν η λεχώ· άρχισε να κατεβάζη πολύ τώρα. Ήθελα να ήτον ξυπνητό να το βύζαινα. — Ε! τι να γείνη . . . Θα βρούμε κανένα παιδί, είπεν η γραία. — Τι λες, μάνα; Η γραία δεν απήντησεν. Ήθελε κάτι να είπη. Δεν ήξευρε τι να είπη. — Δεν κάνεις τον κόπο νανάψης το κανδήλι, μάνα; — Αν θέλης, σηκώσου συ κι' άναψέ το· δεν έχω χέρια . . . — Πώς!

Όχι, είπεν η Αϊμά, υπερνικώσα την φρίκην αυτής· θα μοι είπετε διά τους γονείς μου; — Θα σοι είπω όσα ειξεύρω διά σε, απήντησεν η μοναχή. — Διά τους γονείς μου; επανέλαβεν η Αϊμά. — Και διά τους γονείς σου, αν ειξεύρω. — Λοιπόν ακούσατε, μήτερ μου, είπεν η νέα, και συνέσφιγγε πάντοτε την καρδίαν της με την αριστεράν χείρα.

Ήτο μελαγχολικώτερος του συνήθους και εις την ερώτησιν της Αρσινόης διατί η τόση του δυσθυμία, εκείνος απήντησεν ότι ήτο πολύ σκληρός ο περίγελως, αφού κάλλιστα γνωρίζει την αφορμήν . . . Και επρόσθεσε με φωνήν ομοιάζουσαν μάλλον ψιθυρισμόν: — Και να μην ημπορώ ν' απομακρυνθώ . . . — Αλλ' η φιλία τότε; είπεν εκείνη. — Δεν υπάρχει καμμία, απήντησεν εκείνος με πικρίαν. — Ούτε η ιδική μου; είπεν εκείνη ταπεινοφώνως, χωρίς να τον ατενίση . . . Εις τον τόνον της φωνής ο νέος διέκρινε τρυφερότητα . . . η καρδία του υπερεπληρώθη, αλλ' η Αρσινόη ηγέρθη. — θέλω να είσαι εύθυμος, τ' ακούεις; είπε τεταραγμένη· το θέλω.

Επί τέλους όμως ο έρως της πατρίδος υπερίσχυσε, και ο Κλεομένης εκοινοποίησεν εις την Κρατησίκλειαν την πρότασιν του Πτολεμαίου. Η δε φιλόπατρις Σπαρτιάτις απήντησεν « Εάν αυτό το σώμα μου, στελλόμενον εις την Αίγυπτον ή αλλαχού, δύναται να ωφελήση την Σπάρτην, στείλε το, στείλε το το ταχύτερον, πριν ή διαλυθή υπό του γήρατος, μένον ενταύθα άχρηστον και ανωφελές εις την πατρίδα του. »

Φθάσασα εις το υπερώον, ήνοιξε την θύραν, και εύρε την ξένην ορθίαν εισέτι, και διατελούσαν προφανώς υπό την εντύπωσιν της συνδιαλέξεως αυτής μετά της Βεάτης. Αλλ' η Σιξτίνα ουδεμίαν είχεν αφορμήν να παρατηρήση τούτο. — Ε, πώς πέρασες, κόρη μου; την ηρώτησεν η Σιξτίνα. — Καλά, μητέρα μου, απήντησεν η Αϊμά, αναμιμνησκομένη την σύστασιν της Βεάτης, όπως μη εμπιστεύηται εις την Σιξτίναν.

Βέβαια εναντιώνεται, απήντησεν ο Σιμμίας. Και λοιπόν, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, δεν παρεδέχθημεν πάλιν εις τα προηγούμενα ότι, αν είναι αρμονία, αυτή ποτέ δεν θα ψάλλη εναντία προς εκείνα, διά των οποίων τεντώνεται και χαλαρώνεται και δονείται, και εις ό,τι άλλο πάθημα παθαίνουν τα μέρη, από τα οποία συμβαίνει να σχηματίζηται, αλλ' ότι ακολουθεί εκείνα και ποτέ δεν είναι δυνατόν να τα κυβερνά;

Ανάβητε υμείς εις την εορτήν. Εγώ! ούπω αναβαίνω, ότι ο καιρός μου ούπω πεπλήρωται». Ούτως απήντησεν αυτοίς, και έμεινεν εν Γαλιλαία.

Έρχεσαι μαζί μου, Θανάση; λέγει ο καπετάν-Γεώργης προς τον πιστόν νεανίαν μετά την διάλυσιν του στρατοπέδου του Αλμυρού και την ματαίαν επιμονήν των περί την Καλαμπάκαν. — Έρχομαι· απήντησεν ο Θανάσης. Και αντί να εισέλθωσιν εις το Ελληνικόν εφάνησαν εις το Πήλιον, τας νύκτας μόνον περιπατούντες διά τον φόβον των τούρκων.

Και ήκουε τον ρόχθον εκείνον και την κραυγήν, τα οποία ηπείλει να συγχέη ο άνεμος, και δυνατόν να μην ήσαν άλλο τι ειμή ιδιότροποι ήχοι της τρικυμίας, και όμως ο μικρός θαλασσινός μάγκας ήτο βέβαιος ότι οι θόρυβοι εκείνοι ήσαν χωριστοί, ότι ο κρότος ήτο προσαράξαντος σώματος, και η κραυγή, κραυγή αγωνίας. Είς την κραυγήν ταύτην απήντησεν ο Πάπος διά σπαρακτικού ολολυγμού.

Καλώς σας ηύραμε! . . . Για χατήρι σας, κόντεψαν να μας φάνε τα στοιχειά! Ο Φάλκος ηρώτησε την μάμμην του·Ξέρεις να μου πης, μάνα, τον καιρόν που έκτιζαν αυτό το σπίτι, τι είχαν σφάξει στα θεμέλια; . . . Μην έσφαξαν πετεινό; . . . Γιατί άκουσα έναν πετεινό να μιλή, πολυώρα . . . Η γρηά Φαλκίτσα απήντησεν ευθύμως·

Λέξη Της Ημέρας

χαίνω

Άλλοι Ψάχνουν