Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
Επιμένοντος δε του σοφιστού και ερωτώντος τον Δημώνακτα• ποία εφόδια έχεις, συ ο αστείος διά να διατείνεσαι ότι είσαι φιλόσοφος; Όρχεις, απήντησεν ο Δημώναξ. Άλλην φοράν ο αυτός ηρώτα τον Δημώνακτα ποίον φιλοσοφικόν σύστημα προτιμά.
Γνωρίζετε διατί οι άνθρωποι φοβούνται την Εστίαν περισσότερον από τας άλλας θεότητας; Εκυριεύθην από φόβον, εγώ ο ύπατος άρχιερεύς, ενθυμούμαι δε μόνον ότι ελιποψύχησα και θα έπιπτον κατά γης, εάν δε με υπεβάσταζε κάποιος. Ποίος ήτο; — Εγώ, απήντησεν ο Βινίκιος. — Α, συ; Διατί δεν ήλθες εις Βενεβέντον; Μοι είπον ότι ήσο ασθενής, και πράγματι είσαι καταβεβλημένος!
Ο δε Ιησούς τω απήντησεν — Εάν θέλης να εισέλθης εις την αιώνιον ζωήν, φύλαξον τας εντολάς του Θεού. — Όλας εκ νεότητός μου εφύλαξα, απεκρίθη ο νέος, τι άλλο λοιπόν μοι μένει; Και ο Ιησούς απεκρίθη — Εάν θέλης να γίνης τέλειος, ύπαγε πώλησον τα υπάρχοντά σον, και δος εις τους πτωχούς, και αντί των επιγείων αυτών υπαρχόντων θέλεις αποχτήσει θησαυρόν αιώνιον και άφθαρτον εις τους ουρανούς.
— Ρε, πού βαδίζουν τα σκυλιά; ηρώτησε τις των βλάχων αορίστως. — 'σα κάτ' πλαϊνά· δεν αηκούς; — Ντε 'ς τον άνεμο τι χάλασαν τον κόσμο; ψιθύριζε νεαρός βλάχος θορυβηθείς. Και ανατείνας την κεφαλήν εφώναξε στεντορείως: — Ορέ του λόγου σου! ποιος είσαι συ, ρε!. . . Αλλά ουδείς απήντησεν.
— Τους βλέπω, απήντησεν ο ομιλητής του. — Λοιπόν, αύριον, να έχης όρεξιν ν' ακούης τα παράπονα των ηττημένων. Όσοι θα είνε εν αποτυχία, θα χαλάσουν τον κόσμον με της φωναίς, θα κατηγορούν τους νικητάς επί χρήσει αισχρών μέσων, θα υποβάλλουν φοβεράς ενστάσεις, θα προσβάλουν το κύρος της εκλογής λόγω ότι το αποτέλεσμα επετεύχθη διά δωροδοκίας.
Α δε βρω να την πουλήσω να κάμω χαρτσ'λήκι, την ξεφαντώνουμε κανένα μεσ'μέρι με την παρέα, εδώ. — Θα κατεβώ εγώ, απήντησεν ισχυρογνώμων ο Στάθης. . . . Ελάτε, παιδιά, να μη χασομερούμε. Έφεραν μακρόν σχοινίον δέκα οργυιών. Έδεσαν την μίαν άκρην εις μέγαν κορμόν πελωρίου σχοίνου, βάλλοντος δίπλα εις το παρεκκλήσιον.
Απήντησεν ο κυρ-Δημάκης, προσκλίνων και ασπαζόμενος την οστεώδη του ασκητού χείρα, ριγών, πυρέσσων. — Είνε καμμιά βάρκα εδώ; Ερωτά πάραυτα. — Τέτοια ώρα, πού να βρεθή βάρκα; Και προσέθηκεν ο ασκητής. — Μήπως επέσατε έξω τέκνον μου; — Μ' αφήσανε έξω, γέροντά μου! Απήντησε, θρηνών σχεδόν ο κυρ-Δημάκης· και διηγήθη εν συντόμω το συμβάν. — Πειρασμός τέκνον μου, πειρασμός!
— Δε μπορώ, απήντησεν η Πηγή και ακούσασα βήματα απεμακρύνθη. — Καλά, θα το μετανοιώσης, είπεν ο Μανώλης τρεπόμενος προς αντίθετον διεύθυνσιν. Αλλά το έλεγε χωρίς πεποίθησιν, διότι ενόει ότι μάλλον αυτός θα μετενόει. Η ιδέα ν' απαρνηθή την Πηγήν του εφαίνετο τώρα αδύνατος. Αλλά και αν του επήρχετο τοιαύτη ιδέα, έν βλέμμα της Πηγής ήτο αρκετόν διά να τον επαναφέρη εις την αγάπην της.
Η σκιά έκαμε κίνημα, ως να απέσυρε κάτι, και είτα τραχεία φωνή ηκούσθη· — Ποιοι είστε; τι θέλετε; — Πέσαμε όξου, απήντησεν ο υιός του κυβερνήτου. Είμαστε θαλασσοπνιγμένοι. Μετ' ολίγας στιγμάς η φωνή είπεν· — Από 'δω ελάτε. Ο άνθρωπος ήναψε φανάριον, κ' έδειξε τον δρόμον εις τους τρεις ναυαγούς. — Κ' εγώ θάρρεψα, πως θέλετε να μου κλέψετε τα χέλια, είπε.
Την τετάρτην ημέραν ήλθε πολύ ωχρά και μαραμένη· εφαίνετο να πάσχη. — Τι έχεις, κορίτσι μου, της είπεν ο πατήρ της. — Αν δεν έλθης, πατέρα, του απήντησεν αποτόμως αίφνης, με παράπονον και με πνιγμένα δάκρυα, να ξεύρης, θα πεθάνω από τον καϋμό μου! Έρχομαι, κορίτσι μου, είπεν ο Φραγκούλης. Τω όντι, την άλλην ημέραν επήγεν εις την οικίαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν