Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Ο αρχηγός των ξένων είχε σκεφθή επί τινας στιγμάς και κατενόησεν ότι δεν ώφειλε να υποχωρήση. — Λοιπόν, τι κάμνομεν; είπε προς τον Πρωτόγυφτον. — Ό,τι αγαπά ο αφέντης, απήντησεν ούτος. — Όλα τα &μέσα& τα έχομεν, είπεν εκείνος τονίζων την λέξιν. — Χμ . . . έκαμεν ο Πρωτόγυφτος. — Ιδού, εψιθύρισεν ο ξένος. Και έθηκεν εις την παλάμην του Γύφτου υπερμέγεθες βαλάντιον.

Ποιος ξέρει, απήντησεν ο Μπάρμπα-Σταυρής. Ο γέρος ο γελαστός που ξηγούσεν εκεί τον Χρονογράφον, δεν είπε τίποτε. Μα εγώ θαρρώ πώς θενάνε, παιδί μου, τίποτε άνθρωποι, θηρία αρπακτικά δεν πιστεύω να είνε οι ομογενείς. Θενάνε τίποτε φαγάδες, τίποτε μπερεκετλήοες και θαρθούν εις την Αθήνα και θα μας ακριβήνουν τα πράγματα.

Όπως διατάττει ο άρχων, απήντησεν ο Πρωτόγυφτος. — Αύτη κοιμάται; — Και αν κοιμάται, εξυπνά, είπεν αύθις ο Γύφτος. — Σκληρόν, είπε στρυφνώς ο πρώτος των ξένων, όστις εφαίνετο αρχηγός αυτών. Ουδείς απήντησε προς την παρατήρησιν ταύτην. — Θα την εξυπνίσης; είπεν ο δεύτερος. — Θα την εξυπνίσω, είπεν ο Γύφτος. — Είνε εύκολον; — Είνε. Έχετε τους ημιόνους; — Έχομεν. — Έχετε και όλα τα μέσα; — Έχομεν.

Ο Αγκούτσας, με το ηλιοκαές και ρικνόν πρόσωπον, με τα πυκνά αχτένιστα μαλλιά, έμεινε σύνοφρυς επ' ολίγα δευτερόλεπτα και έπειτα είπε·Τι μ' δίνεις, Στάθη, να κατηβώ εγώ, να σ' τσ' ανεβάσω; — Θα κατεβώ εγώ, απήντησεν ο Στάθης. — Τουλόου σ', Στάθη, έχεις γ'ναίκα και πηδιά . . . Άφσε να κατηβώ ηγώ, απ' δεν έχου στουν ήλιο μοίρα. — Ο Στάθης εσιώπα.

Μόνον αφού εξησφαλίσθη εις μίαν γωνίαν ο Μανώλης εστράφη και του απήντησεν: — Σα σ' ακούει, Τερερέ, έλα όξω χωρίς τουφέκι! — Φχιου! ήτον η απάντησις του Τερερέ. — Καλιά, θα σε βρω και χωρίς τουφέκι. — Φχιου σου, Πατούχα, φχιου σου! Και η ύβρις αύτη, παρατεινομένη ως συριγμός όφεως, ηκολούθει τον νέον απομακρυνόμενον.

Θα είχε πιαστή ο ήλιος· δεν είν' έτσι, καπετάν Δημήτρη; είπεν ο Σμυρνιός. — Πρέπει. Κατέχω κεγώ; απήντησεν ο Καπετάνιος. Εντεύθεν λαβόντες αφορμήν, ωμίλησαν και περί άλλων τοιούτων φυσικών φαινομένων και του μεγάλου σεισμού, όστις προ ολίγων ετών είχε κατερειπώσει το Ηράκλειον.

Τέτοια είνε αυτή, τέτοια, επέμενεν η γραία, αγωνιζομένη να κρατή την νέαν γυναίκα υποχείριον, διότι εφοβείτο μη αύτη μεταπεισθή. Το παίρνεις στην ψυχή σου, γρηά; επανέλαβεν ο ξένος. — Στην ψυχή μου και στη συνείδησί μου, απήντησεν η Εφταλουτρού, θέτουσα δραματικώς την χείρα επί του στήθους.

Αλλά δεν την επίστευσε και σφίγγων σφοδρότερον τον βραχίονά της, θα την έσυρε προς την καρδίαν του, αν εις την ατραπόν την μυρτοφύτευτον δεν ενεφανίζετο ο γέρων Άουλος, όστις πλησιάσας τοις είπεν: — Ο ήλιος χαμηλώνει, φυλαχθήτε από την δρόσον την εσπερινήν και μη το παρακάμνετε. — Έρριψα επί των ώμων μου την τήβεννόν μου, απήντησεν ο Βινίκιος, και δεν κρυόνω.

Κύριε, πρέπει να πλήξωμεν διά μαχαίρας; ηρώτησεν ο Πέτρος, ο μόνος όστις έφερε μάχαιραν· διότι εντός του κήπου ευρισκόμενοι, οι Απόστολοι δεν ήξευραν ακόμη τον αριθμόν των διωκτών. Ο Ιησούς δεν απήντησεν εις το ερώτημα. Ο ίδιος εξήλθε του περιβόλου διά ν' αντιμετωπίση τους διώκτας Του.

Ο Μουστοβασίλης, αναθαρρήσας από την έκβασιν της συζητήσεως, έπιεν εις υγείαν του συντέκνου: — Καλώς να σεύρω, σύντεκνε Μανωλιό. — Καλώς να ορίσης, σύντεκνε, απήντησεν ο Μανώλης, όστις με την βοήθειαν του οίνου είχεν ήδη λησμονήσει το φοβερόν βλέμμα, το οποίον εις την εκκλησίαν ενόμισεν ότι του εξηκόντισεν ο Χριστός εκ του τέμπλου.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν