Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
— Αυτή η δούλη, είνε ιδική σου;. — «Τι σε μέλλει;» απήντησεν η Ηρωδιάς. Οι συμπόται επλήρουν την αίθουσαν του συμποσίου, η οποία είχε τρεις νάρθηκας ως εκκλησία, και την οποίαν εχώριζον στήλαι εκ ξύλου κέδρου με ορειχάλκινα λαξευτά κιονόκρανα.
Δε μάςε ρίχτεις ένα κλαδί; — Μετά χαράς, απήντησεν η κόρη, και μετ' ολίγον εξέτειε μεταξύ των γαστρών το ηλιοκαϋμένον χέρι της, εις το οποίον εκράτει δέσμην βασιλικών και γαρυφάλων. — Όρισε, μπάρμπα Νικολή.
— Θα έρχεσθε διά την καταδίωξιν των ληστών; ηρώτησεν ο γέρων μοναχός διά της ρινός του, όστις ήτο γραμματεύς και οικονόμος συνάμα της μονής και ανεγίνωσκε την «Αθηνάν». — Ακριβώς δι' αυτό, απήντησεν ο αρχηγός, ευχαριστημένος ότι ο αρχοντάρης, χωρίς να το υποπτεύη, διευκόλυνε μεγάλως την υπόθεσίν του.
— Είμαι στρατιώτης του Βασιλέως των Ελλήνων, απήντησεν ο ανθυπολοχαγός, όστις φορών την στολήν του, δεν ηδύνατο, και αν ήθελε, ν' αποκρύψη την ιδιότητά του. — Και συ; ηρώτησε τον Κωνσταντίνον Δασκαλάκην, όστις εφόρει στολήν Έλληνος εθνοφύλακος. — Στρατιώτης του Βασιλέως των Ελλήνων, απήντησε και ούτος.
Αυτός ήλθεν έμπροσθεν του Βινικίου και τω είπε: — Λέγεις ότι η Λίγεια σε αγαπά· δυνατόν, αλλά τι ωφελεί έρως εν αποχή; Τούτο δεν σημαίνει ότι υπάρχει κάτι τι ισχυρότερον τούτου; Όχι, αγαπητέ μου, η Λίγεια δεν είνε Ευνίκη. — Όλα είναι μία βάσανος, απήντησεν ο Βινίκιος.
Οι αυλικοί ακολουθούντες τον Νέρωνα ανεχώρησαν και αυτοί Ο Πετρώνιος και ο Βινίκιος διέτρεξαν το διάστημα σιωπηλοί, φοβούμενοι διά την τύχην της Λιγείας. Το φορείον εσταμάτησεν έμπροσθεν της επαύλεως. Κατήλθον. Αμέσως τους επλησίασε μία σκοτεινή μορφή. Ο ευγενής τριβούνος Βινίκιος είνε εδώ; — Εγώ είμαι απήντησεν ο τριβούνος. Τι με θέλετε; — Είμαι ο Ναζάριος, ο υιός της Μαριάμ.
Ο Θευδάς προέβη δύο ή τρία βήματα προς το νεανικόν εκείνο σύμπλεγμα. «Πάμε να βρούμε τον κύριόν μου;» είπε προς τον Μάχτον. «Και πού είνε ο κύριός σου;», ηρώτησεν ο Μάχτος. «Δεν ειξεύρω», απήντησεν ο Θευδάς. «Τότε πού θέλεις να τον βρούμε;» Και αποστραφείς εξηκολούθησε να θεωρή την κόρην υπνώττουσαν.
— Άφησέ με! απήντησεν ο κυρ-Μανωλάκης. — Μήπως επιάσθηκες πάλιν για τα κεριά; — Παρατήθηκα! Η απάντησις αύτη επάγωσε την κυρά-Μανωλάκαινα, ήτις απέμεινεν ως χρυσούν άγαλμα σιωπηλή και ακίνητος. Ο κυρ Μανωλάκης το εφύσα και δεν εκρύονε, κατά το δη λεγόμενον.
— Ήσκαφτα, απήντησεν ο Μανώλης. Δε θωρείς πως εγενήκανε τα χέρια μου απού το σκαπέτι; Έδειξε δε τα χέρια του, τα όποια είχον φλύκταινας εκ της πιέσεως της σκαπάνης. — Και πονώ, μα πονώ! Η Πηγή τον επαρηγόρησεν. Ήτον ασυνήθιστος και γιαυτό πονούσαν τα χέρια του· αλλά με τον καιρόν θα έπαυαν να πονούν όσο κιάν έσκαβε· θάκαναν πέταλα.
— Αν ήθελες, θάλεγες του κυρού μου πως εμάς δε μας εγνοιάζει για το σπίτι, μόνο θέμε να παντρευτούμε. Σα γενή ο γάμος, ας με βάλη να δουλέψω να χτίση δέκα σπίτια μαγάρι. Η Πηγή εξηκολούθει να σιωπά. — Να του το πης θες; ηρώτησεν ο Μανώλης, αφού επί τινας στιγμάς επερίμενε την απάντησίν της. — Μα δεν μπορώ, σου 'πα, δεν μπορώ, απήντησεν η Πηγή και τα δάκρυά της ήρχισαν να τρέχουν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν