Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Ανέβλεψε μόνον περιλύπως επί τινας στιγμάς προς τον λαλήσαντα, και καταβιβάσασα πάλιν τα βλέμματά της επί την νυκτερινήν αυτής εργασίαν, εξηκολούθησε ράπτουσα δι' ασταθούς και τρεμούσης χειρός. — Ακόμη ράπτεις, Σοφία; προσέθηκεν ο Θοδωράκης διά ταπεινοτέρας φωνής, και αποβαλών τον πίλον αυτού προσήγγισεν εις την σύζυγόν του. — Πρέπει να τελειώσω απόψε, απήντησεν η νεαρά γυνή.
Βλιθρούδης εν Μοσχάβη», απεκρίθη έκπληκτος ο γέρων, τείνων τον τρέμοντα δάχτυλον προς ανατολάς.— «Ευχαριστώ», απήντησεν η Ιωάννα, και σφίγξασα της εσθήτος τον ζωστήρα ηκολούθησε την υποδειχθείσαν διεύθυνσιν, σπεύδουσα εις κατάκτησιν των αγαθών, άτινα υπεσχέθη αυτή η αγία Λιόββα.
— Ε! απ' το Κάστρο! ε! πορτάρη! Ουδεμία φωνή απήντησεν. Ο βοσκός έκραξε με όσην δύναμιν είχε, διά της κεφαλικωτέρας και βραχνοτέρας φωνής του· — Ε! πορτάρη! ε! απ' την Ταράτσα! ε! απ' το Κιόσι!
— Αθάνατε! ο Νόμος μου είσαι συ· οι χριστιανοί βλασφημούσι τον νόμον τούτον και δι' αυτό τους μισώ. — Λέγε, τι γνωρίζεις περί των χριστιανών; — Θα μου επιτρέψης να κλαύσω πρώτον, θεσπέσιε; — Όχι, είπεν ο Νέρων· τα δάκρυα με ενοχλούν. — Και έχεις πολύ δίκαιον, ω θείε Καίσαρ! — Ωμίλει περί των χριστιανών, είπεν ανυπομονούσα η Ποππέα. — Θα γίνη, όπως διατάττεις, Ίσις, απήντησεν ο Χίλων. Ιδού.
— Ποιος; Ποιος την έρριξεν; έκραξεν ο Μάχτος περιβλέπων απειλητικώς. — Κανένα παιδί του δρόμου, είπεν ο ξένος, την έρριξε κ' έφυγε. — Α, αδελφή μου, είπεν ο Μάχτος, και υπό τον οίκτον ον εξέφραζεν η λέξις αύτη διέλαμπεν είδος τι χαράς. — Είνε αδελφή σου; είπεν ο ξένος. Αδελφή μου, απήντησεν ο Μάχτος. Σηκώσου, Αϊμά, να πάμε στο σπίτι. Σου πονεί πολύ;
— Εν ήθ' ο μπαμπάς, μανού; ηρώτησαν και τα δύο συγχρόνως περί του αναμενομένου θείου, όστις οσάκις ήρχετο, εκόμιζεν αυτοίς ποικίλα «ταξειδιώτικα δώρα». Η γραία δεν απήντησεν αρχίσασα να κατασκευάζη και άλλας δύο κοκκώνας διά τους μικρούς της εγγονούς. — Τώνε αύϊο κιας, μανού; ηρώτα ο είς των μικρών, ιστάμενος ένθεν του σοφρά, εφ' ου η γραία έπλαθε την «κοκκώναν».
Έβλεπεν από τον λαιμόν και την οσφύν, όλον το λυγηρόν της ανάστημα, το οποίον έκυπτε και ανεγείρετο με τόσην ελαστικότητα. Παρεμόνευε τους ελιγμούς των κινήσεών της, και η αναπνοή του ολονέν εδυνάμωνεν. Οι οφθαλμοί του εξέπεμπον φλόγας. Η Ηρωδιάς τον παρετήρει. Ο Τετράρχης ηρώτησε. — Ποία είνε αυτή; Εκείνη απήντησεν ότι δεν την εγνώριζεν διόλου, και κατευνασθείσα αιφνιδίως έφυγεν.
Συγχρόνως ηθέλησε να δώση το σύνηθες ρευστόν εις το πάσχον μωρόν. — Ποιος βήχει; ηκούσθη μία φωνή όπισθεν του μεσοτοίχου. Η γραία δεν απήντησεν. Ήτο Σάββατον εσπέρας, και ο γαμβρός της είχε πίει ένα ρακί παραπάνω, πριν δειπνήση· ομοίως είχε πίει μετά το δείπνον κ' ένα μεγάλο ποτήρι από λάκυρον κρασί, διά να ξεκουρασθή από τα μεροκάματα όλης της εβδομάδος.
— Πού είναι αυτός, ο σκιάς; έκραξεν απειλητικώς ο χωροφύλαξ. Η Αμέρσα δεν απήντησεν.
Είτα ερωτά: — Εδώ κάθεται ο Βαγγέλης, ο λαουτιέρης; Η κυρά Γιάνναινα αργά-αργά απήντησεν: — Εδώ κάθεται, μα αύριο θα φύγη, θα κουβαλισθή. — Απόψε θα έρθη; — Δεν ξέρω. — Γιατί; Πώς γίνεται, να μην έρθη να κοιμηθή. — Δεν ξέρω, χριστιανή μου· δεν έχω την έννοια του. — Δεν είσαι του λόου σου, η σπιτονοικοκυρά; Και πώς γίνεται να μην ξέρης; Τρέχει, μαθές, τίποτε;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν