Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Μια κόκκινη κορδέλα στόλιζε το στήθος της, από την μια άκρη στην άλλη του μικρού κορσέ που ήταν ανοιχτός πάνω από το πουκάμισο και υποβάσταζε τα άγουρα στήθη της. «Μπαρπα- Έφις!», φώναξε, χαδιάρικα και αυστηρά, βάζοντας το πανέρι πάνω στο κεφάλι του και ψαχουλεύοντας τις τσέπες του. «Εγώ πάντα σας σκέφτομαι, καλέ μου, κι εσείς δεν έχετε τίποτε να μου δώσετε…. Ούτε ένα αμύγδαλο

Ακόμη και η γυναίκα φοβήθηκε από την ερημιά και τον ξαφνικό θάνατο. Έβαλε τα κουτιά επάνω στο κεφάλι της και είπε: «Πρέπει να φύγω. Θα ειδοποιήσω το γιατρό στο ΝούοροΚι έτσι ο Έφις απόμεινε μόνος, ανάμεσα στον ετοιμοθάνατο και στον τυφλό. «Ο σύντροφός μου υπόφερε από καρδιά», έλεγε ο ζητιάνος. «Τις τελευταίες ημέρες ήταν άρρωστος, αλλά κανείς δεν το πίστευε.

Κάθισε με εγκαρτέρηση και έστρεψε πάλι το βλέμμα στα χέρια του και ο ντον Πρέντου, ενώ είχε στραμμένη την προσοχή του προς την αυλή μήπως και στήσουν αυτί οι υπηρέτριες, τον ρώτησε χαμηλόφωνα: «Πες μου, πώς πάνε οι δουλειές των ξαδελφάδων μου.» Ο Έφις ανασήκωσε το βλέμμα κι έπειτα το ξαναχαμήλωσε αμέσως.

Και σκέψου, σκέψου, εγώ έλεγα πάντα στον εαυτό μου: γιατί το έκανε αυτό ο Έφις; Μπορούμε τελικά να μάθουμε το γιατί;» «Συμβαίνουν αυτά!

Να το ολόκληρο στα πόδια του, σιωπηλό κι εδώ κι εκεί να γυαλίζει από τα νερά στο λιόγερμα, το κτηματάκι που ο Έφις λογάριαζε περισσότερο δικό του παρά των κυράδων του.

Η πιο ήσυχη γωνιά ήταν εκείνη των Πιντόρ. Καθισμένες μέσα στην καλύβα τους έτρωγαν με τον Έφις ψητό αρνί και μιλούσαν για τη Νοέμι που βρισκόταν μακριά και για τον Τζατσίντο, για τον παπά και τον Μιλέζο, χαμογελώντας χωρίς κακία. «Τις πρώτες μέρες», είπε η ντόνα Ρουθ κόβοντας ένα μικρό γλύκισμα σε τρία ίσα μέρη, «ο Τζατσίντο έλεγε συνέχεια ότι ήθελε να φύγει για το Νούορο, όπου τον περίμενε μια θέση στο μύλο.

Επάνω στην αγία τράπεζα, που ήταν φτιαγμένη από ακατέργαστη πέτρα, το δισκοπότηρο άστραψε στον ήλιο και ο Λυτρωτής φάνηκε να διστάζει πριν ξεκολλήσει από το βράχο και αρχίσει να πετάει, εγκαταλείποντας το σταυρό ανάμεσα στη γκρίζα γη και το γαλάζιο ουρανό. Ακούστηκε κάποιος να κλαίει γοερά∙ ήταν ένας ζητιάνος ανάμεσα σε δυο τυφλούς, πίσω από ένα θάμνο. Ήταν ο Έφις.

Είσαι ένας ηλίθιος, ένας άχρηστος. Έρχεσαι μαζί μου για να διασκεδάσεις και να με τυραννάς. Άντε πνίξου, στο διάολο.» «Τα λες αυτά γιατί ξέρεις πως δεν θα σ’ εγκαταλείψω», είπε ο Έφις. «Παρόλο που είσαι τυφλός με γνωρίζεις, εγώ όμως δε σε γνωρίζω παρόλο που βλέπω. Εάν όμως πιστεύεις ότι μπορείς να βρεις έναν άλλο σύντροφο, να το πράξεις. Θα σε βοηθήσω

Ο Έφις προσπάθησε να την προσπεράσει, αλλά η γριά άρχισε να μιλάει δυνατά και αναγκάστηκε να σταματήσει για να την ακούσει. «Λοιπόν, τι σου έκανα; Επειδή τα παιδιά αγαπιούνται, εμείς οι γέροι πρέπει να μισούμε ο ένας τον άλλο;» «Βιάζομαι, κυρά Ποτόι.» «Το ξέρω, έχετε φασαρίες στο σπίτι. Δεν φταίω όμως εγώ. Εγώ είμαι η χαμένη σ’ αυτή την περίπτωση.

Ο Έφις όμως ξανάβρισκε την ψυχή του και του φαινόταν ότι γύριζε στο σπίτι του πόνου του σαν τον άσωτο υιό, αφού προηγουμένως είχε σκορπίσει όλες τις ελπίδες του.

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν