Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025
Το Βουνό περικύκλωνε με τη λευκοπράσινη κορυφή του το σπίτι. Ένα σκαλιστό κολονάκι είχε πέσει από το μπαλκόνι και βρισκόταν ανάμεσα στα χαλίκια σαν το απομεινάρι ενός βλήματος. Παντού ησυχία. Ο Έφις μπήκε και είδε ότι το καλάθι που είχε στείλει με τον ντον Πρέντου ήταν σχεδόν άδειο επάνω στο κάθισμα, σημάδι πως τα κηπευτικά είχαν κιόλας πουληθεί.
Ο Έφις κούνησε τη νεροκολοκύθα εδώ κι εκεί, δεξιά και αριστερά. «Κοιτάξτε, κύριε, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι η κοιλάδα ήταν της οικογένειάς σας. Ήταν άνθρωποι ισχυροί! Τώρα πια έχει απομείνει μόνο αυτό το κτηματάκι, αλλά είναι σαν την καρδιά που χτυπά και στο στήθος των ηλικιωμένων. Ζούμε από αυτό». «Μα τι αγύριστο κεφάλι ο παππούς μου!
«Καλαμιές στον άνεμο» ή η πορεία προς τη λύτρωση. Πρόκειται ίσως για το γνωστότερο διεθνώς μυθιστόρημα της Ντελέντα. Κι εδώ η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Σαρδηνία. Το κύριο πρόσωπο του έργου, ο Έφις, είναι ο ηλικιωμένος υπηρέτης στο σπίτι της οικογένειας Πιντόρ. Από την ξεπεσμένη οικογένεια ευγενών έχουν απομείνει μόνο τρεις αδελφές: δυο γεροντοκόρες και μια νεότερη, ανύπαντρη κι εκείνη.
Ο ντον Πρέντου έμεινε εκεί όλη την ημέρα, καλεσμένος σε γεύμα από τις ξαδέλφες του. Μιλούσε, γελούσε, κορόιδευε πάλι τους άλλους∙ κάθε τόσο όμως σιωπούσε και για τον λόγο ότι η Νοέμι ασχολιόταν λίγο μαζί του. Μια βαριά σιωπή πλάκωνε τότε τον Έφις, κι εκείνος καταλάβαινε ότι τους ήταν εμπόδιο, ότι γινόταν βάρος και έδινε στενοχώρια στις γυναίκες αλλά και στον ίδιο τον ντον Πρέντου.
Ξέρεις τι έγινε την τελευταία φορά που ήρθα; Εγώ της έλεγα: «Παντρευτείτε, θεία Νοέμι∙ ο θείος Πιέτρο είναι πλούσιος, σας αγαπά, θα σας κάνει ευτυχισμένη». Εκείνη με κοίταζε με περιφρόνηση κι εγώ καταλάβαινα καλά πως δεν θα το αποφάσιζε ποτέ. Λοιπόν Έφις, άκου – να μιλάμε χαμηλόφωνα, να μην μας ακούει – θυμήθηκα τη συμβουλή σου.
Πρέπει να του αγοράσουμε και ένα άλογο, επειδή οι στεριανοί δεν συνηθίζουν να πηγαίνουν με τα πόδια. Θα το φροντίσω εγώ. Αυτό που έχει σημασία είναι οι αφεντιές σας να συμφωνήσουν.» Εκείνη όμως απάντησε αμέσως αγέρωχα. «Γιατί; Δεν συμφωνούμε, λες; Μας άκουσες μήπως να μαλώνουμε; Δεν θα πας στη εκκλησία, Έφις;»
Στην αρχή εκείνος τον κοίταξε έκπληκτος, έπειτα ένα καλοσυνάτο χαμόγελο χάραξε στα σαρκώδη του χείλη. Ανασήκωσε το ένα του πόδι και είπε: «Κοίτα εκεί, έχει τόπο.» Ο Έφις έβαλε το καλάθι μέσα στο δισάκι και ενώ ο ντον Πρέντου απομακρυνόταν χωρίς να πει τίποτε άλλο, επέστρεψε επάνω, στην καλύβα του.
Θυμάσαι τότε που ήρθες στο Μύλο και σε ρώτησα πού πήγαινες; Κι εσύ απάντησες: σ’ ένα ωραίο μέρος. Δεν το θυμάσαι; Άνοιξε τα μάτια, κοίταξέ με. Πού πήγες;…» Ο Έφις άρχισε πάλι να αισθάνεται άσχημα. Άνοιξε για μια στιγμή τα μάτια, τα ξανάκλεισε∙ ήταν κιόλας βαριά τα βλέφαρά του από τον ύπνο του θανάτου.
Και η γριά, ευχαριστημένη που έμαθε ότι το παλικάρι ένα βράδυ στο πανηγύρι είπε: «θα την παντρευτώ», έφυγε χωρίς άλλη κουβέντα. Ο Έφις έμεινε μόνος απέναντι στο κόκκινο φεγγάρι που ανέβαινε στον ουρανό ανάμεσα στους γκρίζους ατμούς του απόβραδου, αλλά ήταν ανήσυχος.
Εσύ, που εκείνο το βράδυ υποσχόσουν τόσα ωραία πράγματα, εσύ, άνθρωπε του Θεού….» Ο ώμος του Τζατσίντο άρχισε πάλι να τρέμει. Ανασήκωσε το πρόσωπο κάτω από το σκυμμένο πρόσωπο του Έφις και κοιτάζονταν απελπισμένα. «Δεν το έκανα για κακό. Ήθελα να κερδίσω χρήματα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν