Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025
Και οι ώρες και οι μέρες περνούσαν και ο Έφις μέσα στις παραισθήσεις του ονειρευόταν ότι περπατούσε, περπατούσε με τους τυφλούς μέσα από τις κοιλάδες και τα βοσκοτόπια του οροπεδίου, και ονειρευόταν τα πανηγύρια, τα χρήματα που έπεφταν μπροστά του, τις φιλάνθρωπες γυναίκες, τα όμορφα παλικάρια επάνω στα ατίθασα άλογα που έτρεχαν στην πλαγιά του Βουνού και που από μακριά του έριχναν νομίσματα και προσβολές.
Έφτασε να μου πει: με τα λεφτά σου, εάν έχεις, αγόρασε άλλο ένα ακορντεόν στην Γκριζέντα. Είναι κακό, Έφις, που πηγαίνω στο σπίτι εκείνης της κοπέλας; Πού αλλού να πάω; Ο θείος Πιέτρο με πηγαίνει στο καπηλειό, αλλά εμένα δεν μου αρέσει το κρασί, το ξέρεις. Πάω εκεί, στο σπίτι της κοπέλας, επειδή είναι καλή και η γριά λέει διασκεδαστικά πράγματα. Πού είναι το κακό; Πες μου, πες μου!»
Ο τυφλός δε σταματούσε, ανάμεσα στο ένα παράπονο και στ’ άλλο, να μουρμουρίζει συνεχώς και είχε ένα πρόσωπο σκοτεινό, απειλητικό. Προς το βράδυ η συγκομιδή ήταν πενιχρή – άφησε να ξεσπάσει η οργή του, κατηγορώντας τον Έφις ότι είχε σκοτώσει τον άλλο σύντροφο για να τον ξεφορτωθεί και να κρατήσει για τον εαυτό του τα χρήματα.
Στο φύσημα του ανέμου έτρεμε όλο το καλύβι και η αραχνιές γυάλιζαν στο φεγγαρόφωτο. Καταγής αναπαυόταν η στάμνα με τα χερούλια στα πλευρά και η χύτρα αναποδογυρισμένη κοιμόταν πλάι της. Ο Έφις ετοίμασε την ψάθα, αλλά δεν ξάπλωσε. Του φαινόταν πάντα ότι άκουγε θόρυβο από παιδικά βήματα.
Στο μεταξύ ο ντον Πρέντου συνόδευε τον Έφις που ανηφόριζε ψηλά στο σοκάκι που το είχαν πλύνει οι τελευταίες βροχές. Το χορτάρι φύτρωνε κατά μήκος των τοίχων των έρημων σπιτιών. Μια γλυκιά, βαθιά σιωπή τύλιγε τα πάντα τριγύρω.
Ο Έφις ένοιωσε πόνο στην καρδιά αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει. Είπε μόνο: «Τζατσιντί, το ’χεις ρίξει έξω, μου φαίνεται!» «Τι να κάνω; Να πάω να κρεμαστώ;»
Κι έπειτα ξέρεις: έχουμε ζήσει μέχρι τώρα, καλά δεν ήμασταν μέχρι τώρα; Τι μας έλειψε; Και θα συνεχίσουμε με τη βοήθεια του Θεού. Δε θα μας λείψει το ψωμί. Το σπίτι του Πρέντου είναι γεμάτο πράγματα που ούτε να τα φυλάξω δε θα μπορούσα.» Ο Έφις σκεφτόταν απογοητευμένος. Τι να κάνει, εάν δεν καταφύγει στο ψέμα; Ξανάρχισε να ψηλαφίζει το ρούχο. «Πρέπει όμως να σας πω κάτι σοβαρό, ντόνα Νοέμι.
Είμαι ευχαριστημένος σαν να έχω πεθάνει τώρα μες στη χάρη του Θεού και να βλέπω τον ουρανό ανοιχτό. Πέρασα από την εκκλησία πριν έρθω εδώ, για να ευχαριστήσω τον Κύριο. Στη συνείδησή μου, είναι έτσι …….» «Μα γιατί Έφις;», είπε εκείνη με φωνή άχρωμη, τρυπώντας με τη βελόνα τον πανσέ. «Δεν σε καταλαβαίνω.» Εκείνος σήκωσε το βλέμμα.
Ο Έφις σήκωσε το χαλκοπράσινο πρόσωπό του, σκληρό σαν μπρούντζινη μάσκα, και κοίταξε το αγόρι με τα μικρά γαλαζωπά του μάτια, χωμένα μες στις κόγχες και περιτριγυρισμένα από ρυτίδες: κι εκείνα τα μάτια, ζωντανά και λαμπερά, φανέρωναν μια παιδική αγωνία. «Σου είπαν εάν πρέπει να γυρίσω αύριο ή απόψε;» «Αύριο, σας είπα! Όσο θα λείπετε στο χωριό εγώ θα είμαι εδώ να φυλάω το κτήμα».
Πες μου, όμως, πες μου Έφις», συνέχισε θλιμμένη, «δεν είμαστε πολύ άτυχες εμείς; Ο Τζατσίντο που μας έχει καταστρέψει και παντρεύεται εκείνη την ξεβράκωτη και η Νοέμι, αντίθετα, που πετάει ένα τέτοιο τυχερό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν