Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025
Έβλεπε τον Έφις ν’ ανοίγει το καλύβι, να στρέφει και να τον καλεί με μια πονηρή χειρονομία, έπειτα να επιστρέφει κουβαλώντας κάτι κρυμμένο πίσω από την πλάτη και να γονατίζει κλείνοντάς του το μάτι. Ονειρευόταν;
Τον κοίταζε από κάτω προς τα επάνω, ικετευτικά, με τα γλυκά του μάτια που γυάλιζαν στο φεγγαρόφωτο. Ο Έφις πήρε τη σακούλα με το ψωμί, αλλά δεν μπορούσε να φάει. Ένοιωθε μια βαθειά αγωνία να του σφίγγει το λαιμό. «Κανένα κακό! Η κοπέλα όμως, παρ’ όλο που είναι καλή, είναι φτωχιά και δεν σου αξίζει.» «Η αγάπη δεν ξέρει από φτώχια και ευγενική καταγωγή.
Εδώ και λίγο καιρό έχω συνέχεια πονοκέφαλο και ο πόνος και η αγρύπνια με κατάντησαν έτσι, χούφταλο, καμπούρα, λες και με ρούφηξε ο βρικόλακας.» «Είναι δίκαιο!», σκέφτηκε ο Έφις, αλλά δεν το είπε. «Είναι ένας διαολεμένος πόνος, ο πονοκέφαλος, Έφις μου.
Δεν είναι όμως κακός: λέει ψέματα, έτσι, επειδή του φαίνονται αλήθειες, όπως κάνουν τα μικρά παιδιά.» «Πράγματι, σαν μικρό παιδί….» «Ένα μικρό παιδί με όλα του τα δόντια όμως! Και πώς μασάει! Θα σας φάει και το κτηματάκι. Έφις, θυμήσου: εδώ είμαι εγώ! Διαφορετικά, θα τις φας….»
Η περηφάνια, το πάθος, η επιθυμία να γκρεμίσει την παλιά, άθλια ζωή της και με τα συντρίμμια να ξαναχτίσει μια άλλη, καινούργια και δυνατή, όλα αυτά έλαμπαν φλογερά μέσα στα μάτια της. «Άκουσέ με, Έφις», είπε τραβώντας πάλι το φως, «να πεις, λοιπόν, στον Πρέντου ότι τον θέλω, αλλά ότι πρέπει να παντρευτούμε γρήγορα, πριν από εκείνους τους δυο.» Κεφάλαιο δέκατο έβδομο
Ο Έφις ξανάνοιξε τα μάτια και ανασηκώθηκε σιγά σιγά. «Ξέρεις ποιος είναι εκείνος;», είπε στο νεαρό τυφλό. «Είναι το αφεντικό μου!» Μόλις σταμάτησε η βροχή οι τρεις σύντροφοι πήραν πάλι τον ανήφορο, σιωπηλοί, σκυφτοί, σαν να έψαχναν στο μονοπάτι κάτι που είχαν χάσει.
Εκείνη βίασε τον εαυτό της∙ δάγκωσε τα χείλη, ξανάνοιξε τα μάτια και το αίμα ξαναγύρισε για να της βάψει το πρόσωπο, αλλά απαλά, μια ιδέα γύρω από τα βλέφαρα και στα χείλη. Κοίταξε τον Έφις κι εκείνος ξαναντίκρισε τα μάτια της όπως τις τρομερές μέρες, γεμάτα μνησικακία και υπεροψία. Η σκιά ξανάπεσε επάνω του. «Μην παρεξηγείτε που σας μιλάω πρώτος εγώ γι’ αυτό, ντόνα Νοέμι!
Το μικρό σου αφεντικό θέλει να μένει η Γκριζέντα στο σπίτι, να μην περπατάει πια ξυπόλητη, να μην πάει πια στο ποτάμι να πλένει. Εγώ πρέπει να κάνω την υπηρέτρια, αλλά το κάνω με ευχαρίστηση επειδή είναι για την ευτυχία των παιδιών….» «Κύριε ελέησον!» αναστέναξε ο Έφις. «Αφήστε με κυρά Ποτόι.
Και ο Έφις δεν ήξερε τι να πει: να τον παρακαλέσει να συνεχίσει την εξιστόρηση, να τον παρηγορήσει, να κάνει καλά ή κακά σχόλια σ’ αυτά που είπε; Να λοιπόν γιατί ήταν λυπημένος όλη την ημέρα, να πώς έχουν τα πράγματα της ζωής!
Όταν περνούσαν κάτω από το κτηματάκι σταμάτησαν για λίγο και ο Έφις έδειξε με την τρυφερότητα ενός εραστή τον λόφο του, το φρύδι του λόφου όπου τα καλάμια τρεμούλιαζαν βαμμένα ροζ από το ηλιοβασίλεμα, το καλύβι κρυμμένο μέσα στις πρασινάδες να τον περιμένει. «Εδώ μένω όλο το χρόνο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν