Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Μια μέρα, στα μέσα Ιουνίου, ανέβηκε μέχρι το καλύβι του Έφις. Έκανε πολύ ζέστη και η κοιλάδα ήταν όλη κίτρινη κάτω από έναν ξεθωριασμένο γαλάζιο ουρανό. Ο υπηρέτης έπλεκε μια ψάθα στη σκιά των καλαμιών με δάχτυλα που έτρεμαν από τον πυρετό της μαλάριας.

Και μακρινές φωνές αντηχούσαν μες στην ομίχλη σαν χλιμίντρισμα άγριων αλόγων που τρέχανε στον άνεμο. Ο Έφις πάντα φοβόταν μήπως τον αναγνωρίσουν παρόλο που ήταν ντυμένος με αστική φορεσιά και είχε γκρίζα και ανακατεμένα γένια σα να φορούσε μάσκα φτιαγμένη από γαϊδουρότριχες.

Ο Έφις διέσχισε τη μεγάλη τετράγωνη αυλή που ήταν λιθόστρωτη στο κέντρο, όπως οι δρόμοι, με ένα αυλάκι για τα νερά της βροχής και έβγαλε το δισάκι από τον ώμο κοιτάζοντας μήπως πρόβαλε καμία από τις κυράδες του. Το σπίτι, ισόγειο και ένας όροφος μόνο, βρισκόταν στο βάθος της αυλής, και αμέσως από πίσω υψωνόταν το Βουνό λες και κρεμόταν από πάνω του σαν τεράστιος λευκοπράσινος σκούφος.

Οι μέρες όμως ήταν κιόλας πολύ ζεστές και ο Έφις σκεφτόταν και τις μπόρες που φουσκώνουν το ποτάμι χωρίς αναχώματα και το κάνουν να τινάζεται σαν θεριό και να καταστρέφει τα πάντα.

Κουβέντιαζε με την αδελφή της και έλεγε με καμάρι: «Γιατί τη μέρα πρέπει να την ορίσει εκείνος κι όχι εγώ; Εγώ δεν είμαι καμιά χωριάτισσα για ν’ ακολουθώ τα έθιμα». «Τι ανυπομονησία σ’ έχει πιάσει; Η αγγελία έγινε και σήμερα θα συζητήσουμε για τα υπόλοιπα.» Η Νοέμι ήταν ταραγμένη και ο Έφις την άκουγε που πηγαινοερχόταν μέσα στο σπίτι, ελαφροπατώντας αλλά ανήσυχη.

Είναι και τεμπέλης και έχει και κακές συνήθειες, εσύ ο ίδιος το είπες. Εάν όλα αυτά δεν είναι έλλειψη σεβασμού προς εμάς, προς το σπίτι μας, τότε τι είναι; Πες μου εσύ, με το χέρι στην καρδιά….» «Είναι αλήθεια», παραδέχτηκε ο Έφις. «Είναι όμως ακόμη παιδί, το ξαναλέω. Θα πρέπει να τον βοηθήσουμε, να του βρούμε μια δουλειά.

Η κηλίδα των κόκκινων κορσέδων τους ξεχώριζε, μέσα στο γκρίζο, πιο ζωηρή και από τη φλόγα. Δεν είχε τραγούδια ούτε μουσική σ’ αυτό το μικρό πανηγύρι που στον Έφις φαινόταν να είναι μια συμμάζωξη ληστών και βοσκών που συγκεντρώθηκαν εκεί από την επιθυμία να ξαναδούν τις γυναίκες τους και να πάρουν μέρος στη λειτουργία.

Κάποιοι είπαν πως το ’σκασε από το φόβο των καραμπινιέρων. Έτσι ο Έφις απόμεινε με τους δυο τυφλούς. Κεφάλαιο δέκατο πέμπτο Τους έσερνε πίσω του για πολύ καιρό. Πήγαιναν από πανηγύρι σε πανηγύρι μόνοι ή στη σειρά με άλλους ζητιάνους, σαν καταδικασμένοι που κατευθύνονται σε έναν απλησίαστο χώρο μαρτυρίου.

Νομίζω ότι μάλωσαν, γιατί όταν βγήκε από εκεί τα μάτια του ήταν κόκκινα, σαν να είχε κλάψει. Η Γκριζέντα τον κοίταζε και γελούσε, αλλά έσφιγγε τα δόντια. Εκείνος είπε: είναι η τελευταία φορά που με βλέπουν.» Ο Έφις δεν έκανε άλλες ερωτήσεις.

Τι, θέλεις να πεθάνεις μαγκούφης;» «Λοιπόν», είπε ο Έφις ανασηκώνοντας το κεφάλι, αρνούμενος όμως το ζωμό, «φεύγουμε…» «Μα τι λες; Θέλεις να ξαναφύγεις; Τι σουρτούκης!» «Ε, τι κάνεις; Πάμε στη Στεφάνα, που σου έχει φυλάξει ένα ρόδι… Άντε, αγόρι μου

Λέξη Της Ημέρας

ντροπιάζεις

Άλλοι Ψάχνουν