United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μου είπαν, πέντ' έξη πεθεράδες είν' έτοιμες, για να μου στείλουν προξενιά, ακούς; . . Τρελλαθήκανε, ζουρλαθήκανε, τ' ακούς; . . . Χαράεμένα! . . . Ποια κι' άλλη θάχη την τύχη μου; Και τάζουν . . . . και τι δεν τάζουν! . . . Μα έννοια σου, ημείς θα διαλέξουμε και θα πάρουμε, Θανασάκη . . . Έτσι κ' έτσι δε μας γελούν εμάς . . . Κουράγιο . . . κάμε, να γένης καλά, παιδάκι μου!

Να μη φέγγη και ποτές! Οι κακούργοι! Με γέλασαν κι όλο με γελούν. Κόκκινο μελάνι, κόκκινο ζήτησα να μου φέρουν, κι αφτό είναι μάβρο σαν το αίμα. Τι να σπάσω, να ξεθυμάνω; Τρίζουν τα δόντια μου, φωνάζω, και δεν έρχεται κανείς και κανείς δε μιλεί. Λέξη δεν ακούω. ................................................................. Αγριέβουμαι. Δε σφαλνώ μάτι. Κι ο τοίχος πάντα μπροστά.

Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 360 «Άμοιρε ξένε, μ' έθλιψαν τα παραδάρματά σου, ένα προς ένα ως τα 'λεγες' μόνον απ' όλα μύθος μου φάνηκε όσ' ανέφερες ως προς τον Οδυσσέα. καϋμένε, τι να ψεύδεσαι; δεν έχω απ' άλλους χρεία να μάθω αντην πατρίδα του θα γύρη ο κύριός μου. 365 αχ! όλ' οι αθάνατοι από μιας, το ηξεύρω, τον μισήσαν, και να σβυσθή δεν θέλησανταις φάλαγγαις των Τρώων, ή, αφού 'πλεξε τον πόλεμον, εις ποθηταίς αγκάλαις. τάφον τότ' οι Παναχαιοί θα σήκοναν εκείνου, και δόξαν θα 'παιρνε λαμπρή ν' αφήση του παιδιού του. 370 και τώρ' η Άρπυιαις άδοξα τον πήραν κ' εγώ μένωτην χοιρομάνδραν έρημος• ουδέ ποτέτην πόλι πηγαίνω, εξ' αν η φρόνιμη καλή με Πηνελόπη να υπάγ', οπόταν κάπουθε της έρχεται αγγελία• οι άλλοιτον ξένον κάθονται σιμά, και όλα εξετάζουν, 375 και αυτοί, 'που κλαιν τον κύριον 'που τόσο αργείτα ξένα, και όσοι γελούν και απλέρωτα το βιο του καταλύουν• αλλ' εγώ πλειά δεν ερωτώ κανέναν, απ' την ώραάνδρας με απάτησε Αιτωλός, που 'χε ανθρωποφονήσει, και αφού πολύ πλανήθηκεν εις την καλύβα μ' ήλθε, 380 και αδελφικά τον δέχθηκα• κ' έλεγε ότι τον είδετου Ιδομενέα τα δώματα, ς' την Κρήτη, να διορθόνη τα συντριμμένα πλοία του• κ' έλεγε οπού το θέρος θα φθάσ' ή το φθινόπωρο, τα πλούτη φορτωμένος, με τους λαμπρούς συντρόφους του• και συ, θλιμμένε γέρε, 385 η μοίρ' αφού 'δω σ' έφερε, με ψεύδη μη θελήσης να μου κερδίσης την καρδιά• και όχι για τούτο θα 'χης το σέβας, την αγάπη μου, αλλ' επειδή τρομάζω τον ξένιον Δία και πολύ τα πάθη σου λυπούν με».

Την ώραν πού τους ετουφεκοβολούσαν τ' αποσπάσματα, ελλοχεύον όπισθεν πυκνών θάμνων και βράχων το παλληκάρι εκείνο της Ρούμελης, ίσως διότι το ταμπούρι του τού εφαίνετο πολύ ασφαλές, τις οίδε τι είχε σκεφθή, ή τι σοβαρόν είδεν, ή τι αστείον ήκουσε παρά τινος γείτονος συντρόφου του, κ' εγέλασεν, όπως οι άνθρωποι γελούν. Συγχρόνως, εν ακαρεί, του ήλθε το βόλι.

Ανοίγει η καρδιά μου, άμα τα πατήσω τα χώματα εκείνα, τάγια χώματα της Αθήνας. Έλεγα μέσα μου· «Πού αλλού στην Ελλάδα θα βρω τέτοιους ρεπορτέρηδες; Πού τόσους φίλους και φημερίδες τόσες; Πού θα γελούν οι δρόμοι όπως γελούνε στην Αθήνα;» Μ' άρεσαν όλα και τα καμάρωνα όλα.

Μόνο κάτι αστεία έκανε που έκαναν τους περισσότερους να γελούν. Μα σου έκανε κάτι χώρατα ο αθεόφοβος! Και απ' όλους περισσότερο επείραζε τον παππά Κύριλλο· τον εύρισκε, πολύ ήμερο, πολύ παλαβό και του έκανε ό,τ' ήθελε καταιβή εις την πρόστυχη φαντασία του.

Νομίζω δε ότι και σεις παθαίνετε το ίδιον και αν δεν το ομολογήτε τόσω το χειρότερον, διότι κρατείτε εντός σας την πικρίαν σας. ΑΝΤ. Όχι, είνε καλλίτερον, Αχιλλεύ, αυτό που κάνομεν, διότι βλέπομεν ότι οι λόγοι είνε ανωφελείς και προτιμώμεν να σιωπώμεν και να υπομένωμεν, διά να μη γελούν τουλάχιστον εις βάρος μας, όταν θα μας ακούουν να επιθυμούμεν οποία συ επιθυμείς.

Λέγει δε προς εμέ: — Ιδού τα δύο άκρα συναντημένα· η γυνή θαυμάζεται παρά πάντων, ο δε ανήρ περιφρονείται· εις την λαλιάν ταύτης αποκαλύπτονται, και εις την λαλιάν εκείνου γελούν. Η γραφή αυτής εκτελεί το γύρον του κόσμου· και η γραφή τούτου εξευτελίζει τον χάρτην. Αλλά τώρα θα ίδης.

Είναι η φιγούρα της Μαγδαληνής που, όπως λένε, έγινε εκ του φυσικού: η αγάπη, η θλίψη, οι τύψεις και η ελπίδα γελούν και κλαίνε μέσα στα βαθειά της μάτια και στο πικραμένο στόμα της…

Τα άλλα του χαρακτηριστικά δεν γελούν, αλλά μορφάζουν· νομίζεις ότι παντοτεινός μορφασμός τα κρατεί εις μίαν κωμικήν διαστροφήν. Τον εύρον εξηγούντα εις αφελή γραίαν επαρχιώτισσαν, πρώτην φοράν ερχομένην εις Αθήνας, ότι το Οφθαλμιατρείον ήτο ο ναός της Μητροπόλεως. — Μα εγώ, παιδί μου, επέρασα, θαρρώ, από τη Μητρόπολι και μου φάνηκε αλλοιώτικη, πειο μεγάλη, του είπεν η γραία. — Σου φάνηκε.