United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η σκοτεινιά διπλήτριπλή εκάθιζε γύρω μας. Πού ήταν οι ξέρες; πού το Μπουγάζι; πού μας έσπρωχνεν ο άνεμος και πού μας έσερναν τα ρέματα; τίποτα! Εχάθηκαν για 'μας τα γαλόμετρα. — Τραβέρσο· λέγει τόρα σκεφτικός ο καπετάν Δρακόσπιλος. Δεν μας έμενε άλλο παρά να ορθοπλωρίση το μπάρκο. Επρόσταξε γοργά τους ναύτες να χύσουν και να κατσάρουν τη μαΐστρα, να κάμουν τη μπούμα, να μολάρουν τους φλόκους.

Εύχομαι να φανή η διασκεδαστική σου τέχνη, όσον και η ωμορφιά σου μεγάλη. Και αφού είπεν αυτά επρόσταξε ν' αρχίση ο αγώνας. Τα λόγια του ετρόμαξαν την Μηλιάν, που δεν ήξευρε πώς θα κατώρθωνε να κάμη να γελάση τον αγέλαστο εκείνο βασιληά. Θα έχανε το θάρρος, αν δεν ήρχετο εκείνην την στιγμή το αηδόνι, να κελαϊδήση εις το αυτί της: «Μη σε μέλει, τα πουλιά τα ετοίμασαν όλα».

Την δ' ερχομένην ημέραν ο βασιλιάς της Κίνας επρόσταξε διά να γενούν ετοιμασίες διά τους γάμους του Καλάφ με την βασιλοπούλαν, και όντας όλα έτοιμα έκαμε τους γάμους με μεγάλην μεγαλοπρέπειαν, και με άπειρες χαρές, και παιγνίδια διά ένα μήνα ολόκληρον.

Αυτή η γνώμη ήρεσε του βασιλέως, και ευθύς επρόσταξε και μας έρριξαν και τους δύο από το παράθυρο εις τον ποταμόν.

Γιατί άξαφνα εχύθηκεν από το βουνό της Μήλου μ' έναν ξερό και αδιάκοπο πάταγο σαν να εδιάβαινε από απέραντον καλαμιώνα το πουνεντογάρμπι, εκεφάλωσε τον Γρέγο και μας εξώρισεν ευθύς κάτω από την Κίμωλο. Ο καπετάν Κρεμύδας μόλις εσυνήρθε στον πάταγο κ' επρόσταξε να κατεβάσουμε τα πανιά. Μα ώστε να το ειπή εξεθύμανεν ο καιρός και σε λίγο έπηξε η θάλασσα κ' έγινε λιμνοστάσι.

Και αφού τες εδούλευσα διά περιδιάβασιν, η Ρετζία έκαμε να μου δοθή ένα τζιβούρι, και με επρόσταξε να το συντροφεύσω με την φωνήν μου λέγοντας· εσύ σήμερον άρεσες πολλά του Σουλτάνου πατρός μου, έχω επιθυμίαν και εγώ διά να ιδώ αν είναι αλήθεια κατά πως άκουσα.

Ο βεζύρης εξεπλήρωσε την προσταγήν του· και την ερχομένην εσπέραν του έφερε την θυγατέρα ενός βαθμοφόρου στρατιωτικού, και εκοιμήθη με αυτήν ο βασιλεύς· και την αυγήν πάλιν επρόσταξε τον βεζύρην να την θανατώση, και να του φέρη άλλην το βράδυ.

Φερμένη στο Καπιτώλιο γίνηκε αμέσως το κέντρο καινούργιας λατρείας κι απ' όλα τα μέρη της πόλεως έρχονταν ένα σωρό προσκυνητάδες για να προσκυνήσουν το θαυμαστό λείψανο, ώσπου ο Πάπας, από φόβο μήπως όσοι σ' έναν ειδωλολατρικό τάφο βρήκαν το μυστικό της ομορφιάς ξεχάσουν ταπόκρυφα του λαξευτού σε βράχο τάφου της Ιουδαίας, επρόσταξε να μεταφέρουν το σώμα νύκτα και κρυφά να το θάψουν.

Ο βασιλεύς την επρόσταξε να ξεσκεπάση το πρόσωπόν της και βλέποντας την έτσι ευμορφοτάτην έμεινεν εκστατικός, την θεωρεί όμως οπού κλαίει και θλίβεται απαρηγόρητα και την ερώτησε την αφορμήν.

Και την ερχομένην ημέραν εβγήκεν εις το κυνήγι, εις το οποίον εκήρυξαν πως έχουν να διατρίψουν διάφορες ημέρες έξω μακράν και όταν ενύκτωσεν, έμειναν έξω εις τα λιβάδια, και επρόσταξε τον βεζύρην του να μείνη εκεί με όλον το στράτευμα, έως που να γυρίση αυτός εις ολίγας ημέρας.