United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διά πλαγίου, κρυφού δρομίσκου, τον οποίον είχον ανακαλύψει την προτεραίαν, ήρχισα να ανέρχωμαι την ράχιν του βουνού . . . διευθυνόμενος προς το μέρος όπου ευρίσκετο η βασιλική δρυς. Επίστευον ότι εγνώριζα καλά τον δρόμον.

Το πρόσωπον αυτής δεν εβλέπαμεν, αλλά μόνην την ράχιν, ήτις τοσούτον είχε κυρτωθή υπό το βάρος των ετών και των μόχθων, ώστε εσχημάτιζεν ορθήν σχεδόν με τα σκέλη της γωνίαν. Τον όνον, την βαρέλαν και την γραίαν είχαμεν ακολουθήση μηχανικώς, από την παρά τους πρόποδας του λόφου βρύσιν μέχρι της εγγιζούσης κορυφής αυτού, ασθμαίνοντες και άφωνοι εκ της ζέστης και του καμάτου.

Ο Γιάννος ανυπομονών έβλεπεν ήδη το νερό ανερχόμενον εις ατμούς πυκνούς εκ του λέβητος· ήκουε τον απαίσιον κοχλασμόν του, αντίκρυζεν από τινος κλάδου μωρέας ανηρτημένην την αρπάγην απειλητικήν, την μάχαιραν με την λευκήν κόψιν και την κυρτήν μαύρην ράχιν της και τον σφαγέα αναρτώντα από του τραχήλου του την ποδιάν.

Το δειλινόν εφάνησαν μακρόθεν να κατεβαίνωσι την ράχιν ερχόμεναι αι καλυβιώτισσαι γυναίκες, αι ποιμενίδες και βοσκίδες των αγροτικών συνοικιών.

Με τον πρώτον ήχον της φλογέρας η επιδερμίς της ανεσηκώθη κ' αι οφρύς της συνεσπάσθησαν βιαίως· με τον δεύτερον ησθάνθη κάτι θερμόν και ψυχρόν εναλλάξ, ανακινούμενον εις την ράχιν της· με τον τρίτον ενόμισεν ότι ρευστόν τι, οξέως θερμόν, διεκλαδίσθη καθ' όλα αυτής τα μέλη κ' έφθασε μέχρι των άκρων, νύσσον πάντοτε ωσεί βιαζόμενον να εκρεύση εκείθεν.

Την φιλοσοφίαν, αυτοί, την είχον λάβει ως εκ κληρονομίας, χωρίς να σκοτίσουν τον νουν των εις την «ζήτησιν της αληθείας», όπου ποτέ δεν ευρίσκεται. Ανέβη υψηλότερα την ράχιν, χωρίς να έχη σκοπόν ή απόφασιν πού επήγαινε. Και έξω από τον δρόμον, ολίγα βήματα μακράν, είδε μίαν στάνην, την οποίαν ανεγνώρισεν ότι ήτον του Γιάννη του Λυρίγκου.

Εχώθη λοιπόν απ’ εκεί μέσα εις την καλύβην. Εκεί εκατοικούσε μία γραία με ένα γάτον και με μίαν όρνιθα, η οποία έκαμνε κάθε ημέραν έν αυγόν. Την αυγήν όταν είδαν το παπί εις την καλύβην, ο γάτος εσήκωσε την ράχιν του υψηλά υψηλά, η όρνιθα εκακάνισεν, η δε γραία είπε: Τι είναι τούτο; Και επειδή δεν εκαλόβλεπεν, ενόμισεν ότι ήτο πάπια και είπε: Καλά την έχομεν, τώρα θα έχω και πάπιας αυγά.

Καθώς ανεμοστρόβιλοι και κεραυνοί ξεσπάνουν εκεί απ' όπου την αυγήν ο ήλιος πρωτολάμπει, το ίδιον τώρα, — βάσανα καινούρια ξεφυτρόνουν απ' την πηγήν που έλεγες πως θάλθη η σωτηρία. Μόλις την ράχιν οι εχθροί μας έδειξαν, διωγμένοι απ' του Δικαίου το σπαθίτο χέρι της Ανδρείας, κι' ο αρχηγός των Νορβεγών την ευκαιρίαν βλέπει, και με νεόπαστρα σπαθιά και με συμμάχους νέους αρχίζει νέαν έφοδον.

Την στιγμήν εκείνην ένας από τους μάγκας, ο Μανωλιός το Ψαλτήρι, εφώναξεν· — Έ! μπάρμπα-Λούκα! μπάρμπα-Λούκα! να, έρχονται οι ταχτικοί! Εστράφησαν όλοι, και είδον τους δύο γηραιούς χωροφύλακας, με της παληοκαπότες των και με της καραμπίνες των της σκουριασμέναις, που εφάνησαν να κατέρχωνται την ράχιν προς την ακτήν, και μόλις απείχον πεντακόσια βήματα.

Ταχέως έκλινεν η ημέρα, και ο ήλιος έδυσεν εις μίαν ράχιν του Πηλίου, αντικρύ, αφού επί πέντε λεπτά της ώρας είχε μείνει στεφανωμένος με κυάνεα και περιπόρφυρα χρυσαυγή νέφη αντιλαμβάνων ο ίδιος όσην απέδιδε δόξαν και λάμψιν και επί δέκα λεπτά ακόμη, αφού εβασίλευσεν, αι ακτίνες της στέψεώς του έμειναν χρυσοφαείς, πορφυρίζουσαι, κυανίζουσαι βάπτουσαι το βουνόν με ιώδες χρώμα.