Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Σε είχα πρωί πρωί προσμείνει και σε περίμενα ολημέρα κι ήρθες το δείλι προς το βράδυ. Και μου είπες: όχι στο λαγκάδι κι όχι στο δάσος, μου είπες, πέρα και στο βουνό με τον αέρα. Κι ούτε στον κάμπο, μου είπες πάλι, κι ούτε στο λόφο περαπέρα κι ούτε στο πράσινο ακρογιάλι, μα πιο μακριά κι ακόμα πέρα που φωτεινότερη είναι η μέρα. Ήταν αλήθεια κι ήταν θάμα, οι πάγοι ρόδα είχαν γεμίσει.
— Δεν περίμενα τόση ψυχική αγαθότητα, είπε τέλος στον Κακαμπό, ο οποίος του απάντησε. — Κάνατε τώρα δα μια περίφημα δουλειά! Σκοτώσατε τους ερωμένους των κοριτσών. — Τους ερωμένους! είναι δυνατό; Με κοροϊδεύεις, Κακαμπό. Πώς να σε πιστέψω; — Αγαπητέ μου κύριε, απάντησε ο Κακαμπός. Ξαφνιάζεστε πάντα με όλα.
Εκεί κοιμάται η ευτυχία μας, που μια φορά είτανε μεγαλήτερη από την ευτυχία άλλων. Εκεί κάτω από το χώμα είναι σκλαβωμένη η ψυχή της γυναικός μου, δεμένη με μαγικά δεσμά και καμιά αγάπη δεν μπορεί να την ξαναφέρη πάλι απάνω στη γις. ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ Έχουμε αιώνια μόνο το χαμένο Ένρικ Ίψεν Τίποτες απ' όσα περίμενα και φοβόμουνα δεν άργησε ναρθή.
Δεν ανακατεύομαι πια. Δόξα σοι, ο Θεός, είπα μέσα μου. Καιρός ήτανε πια να ησυχάση κι' αυτός κ' εγώ. Ήλθε η ώρα που τοιμάστηκα να φύγω. Κουβάλησα ένα μουλάρι, ένα πρωινό, φόρτωσα και τα πράμματά μου και κατέβηκα στη χώρα να πάρω το εισιτήριό μου. Τον περίμενα να φανή κάτω στο γιαλό, όπως μου είχε πει: — Πρωί-πρωί την Πέμπτη, θα σε περιμένω στο γιαλό, να σου δώσω ένα χέρι στο μπαρκάρισμα.
— Μα πως ήρθες εδώ, Σβεν; είπε η μαμά μέσα σ' όλη τη χαρά της. Η μαμά είτανε να γυρίση αργά τη νύχτα. — Το ήξερα πως θαρθής, είπε ο Σβεν. Η φωνή του και τα μάτια του είτανε γεμάτα ξάφνισμα, πώς η μαμά δεν μπορούσε να φανταστή ένα πράμα τόσο απλό. — Ήξερα πως θαρθής και γι' αυτό κάθησα εδώ και περίμενα.
Είναι τόσος καιρός που την περίμενα! — Φίλε ο Θεός να σας προστατεύη. Τι νέα έχετε από τη Βασίλισσα; — Αλλοίμονο! Κακά νέα. Ο Βασιληάς την αγαπάει και την τιμάει. Μα αυτή από τότε πώφυγες, μαραίνεται και κλαίει για σένα. Α! γιατί να γυρίσης κοντά της; Γυρεύεις πάλι το θάνατό της και το δικό σου; Τριστάνε λυπήσου τη Βασίλισσα, άφησέ την στην ησυχία της. — Φίλε, είπεν ο Τριστάνος.
Σε μια σχισμάδα χαμηλά στο βράχο, είχε φυτρώσει μια χαρουπιά με πολλές παραφυάδες και σκέπαζε πολλή έκταση. Κάθησα κάτω από το δέντρο, με τρόπο που να με κρύβουν οι παραφυάδες. Η ιδέα ότι θαρχότανε το Βαγγελιό να με συναντήση, διάλυσε τους άπιστούς μου λογισμούς και την περίμενα με συγκίνηση, σα να μην είχε ταράξει και ψυχράνη τίποτε την αγάπη μου. Αλλά δεν περίμενα πολύ.
Το αγΚαλίασμα εκείνου του άγνωστου άντρα που ήρθε ποιος ξέρει από πού, από τους δρόμους του κόσμου, της προκαλούσε έναν αόριστο φόβο, γνώριζε όμως καλά τις υποχρεώσεις της φιλοξενίας και δεν μπορούσε να τις παραβεί. «Μπες μέσα. Θέλεις να πλυθείς; Θα ανεβάσουμε μετά επάνω την βαλίτσα. Θα φωνάξω μια γυναίκα που μας υπηρετεί….. Τώρα είμαι μόνη στο σπίτι….. και δεν σε περίμενα…..»
Το σπιτάκι μου, τ' αρχοντικό μου που σφαλάγγι τώρα το χαίρεται ο Τουρτούρης όπως κι όλο το έχει μας. Έμπαινα κ' η καρδιά μου αναγάλλιαζε. Είχα τόσα χρόνια που τ' ωνειριαζόμουν ένα τέτοιο σπίτι. Για φαντάσου! Από τον καιρό που με πήρε νύφη μου το υποσκέθηκε ο μακαρίτης. — Θα κάμω ένα σπίτι έτσι κι αλλοιώς. Κ' εγώ το περίμενα μέρα σε μέρα· χρόνο με χρόνο. Το σπίτι το παλιό ήταν σαράβαλο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν